Εν Ελλάδι – και όχι μόνο – αρκετοί δεν ζούνε υπέρ του εαυτού τους αλλά εναντίον των άλλων. Ετεροκαθοριζόμενοι. Επινοούν έναν εαυτό που δεν υπάρχει παρά αντιτιθέμενος. Αντίφα, αντι-κομμουνιστής, αντι-καπιταλιστής, αντι-ρατσιστής, μισόξενος, μισαριστεία. Τελικά, το πιο καθαρό είναι να είσαι γενικά μισάνθρωπος, οπότε καθαρίζεις εφάπαξ και με όλους;

Μάλλον. Πάντως δηλώνοντας ότι δεν είμαι παοκτσής, ή αντι-παοκτσής, δεν σημαίνει ότι είμαι Ολυμπιακός, Αρης, ή Εδεσσαϊκός. Το να δηλώνω ότι είμαι αντι-αρειανός τούτο δεν συνεπάγεται πως είμαι Ηρακλειδεύς, ή ΟΦΗ. Το ότι δεν τυγχάνεις ΠΑΣ Γιάννινα, αυτό δεν σημαίνει ότι πάω Γιαννιτσά. Και εάν ο αστυνόμος δεν είναι όργανο αυτό δεν εξυπακούεται πως κάθε όργανο είναι τζουρομπαγλαμάς.

Το να φωνάζεις, ωστόσο, ότι δεν είσαι κάτι, ή εναντίον κάποιων, αυτό δεν σημαίνει πως είσαι κάτι καλύτερο, ή χειρότερο απ’ αυτούς. Για παράδειγμα: το να δηλώνεις αντι-φασίστας, δεν σημαίνει πως δεν είσαι σταλινικός. Ούτε το να δηλώνεις αντι-κομμουνιστής εξασφαλίζει πως δεν είσαι μουτζαχεντίν ισλαμιστής. Το να δηλώνεις αντι-ρατσιστής, αυτό δεν σημαίνει σίγουρα πως είσαι η μαμά Τερέζα, αλλά οτιδήποτε, από απατεώνας μέχρι λαμπρό Ελληνόπουλο και ευεργέτης της ανθρωπότητας. Κανείς δεν ξέρει.

Οπότε σημασία δεν έχει τι δηλώνεις πως δεν είσαι (κατά μη Τσαρούχη), αλλά το τι πραγματικά πρεσβεύεις. Το ότι μισείς τις πατάτες δεν σημαίνει πως αγαπάς το φινόκιο. Συνήθως ο συλλογισμός καταντάει σουρεαλιστικός. Οπως εκείνος που ζήτησε μια βότκα χωρίς λεμόνι και ο μπάρμαν απάντησε: χωρίς λεμόνι δεν έχουμε, να σας βάλω μια χωρίς πορτοκάλι;

Και τι θα πει «Μη κυβερνητική οργάνωση» με λεφτά των κυβερνήσεων; Και πώς ξέρω εγώ αν είσαι, μεν, μια υποτιθέμενη μη κυβερνητική οργάνωση, σε σχέση με τη χώρα σου (πλην, με τα λεφτά της), αλλά ντελιβεράς άλλων συμφερόντων;

Με αυτά και μ’ αυτά άντε μετά να πείσεις πως δεν είσαι ελέφαντας. Μα και το να είσαι ελέφαντας, δεν είναι τόσο κακό. Το χειρότερο είναι να είσαι κροταλίας,  κροκόδειλος, ή βόας του Αμαζονίου, αλλά μετά βδελυγμίας να αρνείσαι ότι είσαι ελέφας. Ε, και; Αν το δούμε συγκριτικά, μακάρι να ήσουν ελέφαντας, ή Αλέφαντος.

Αλλοι δηλώνουνε ότι είναι αντι-εξουσιαστές. Μάλιστα. Αλλά τι ΕΙΝΑΙ όμως; Διότι το να είσαι κατά της εξουσίας, αφηρημένα, εξυπονοεί πως πιστεύεις σε μια άλλη δομή, μη-εξουσίας, αλλά που, κάποιοι, αυτή τη μη-εξουσία πάνε την επιβάλουν εξουσιαστικά, βουλησιαρχικά. Αν-αρχικοί. Κατά της αρχής, αλλά μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Διότι η συνήθης κατάληξη είναι να λένε στα τριάντα τους «μάλιστα κύριε διευθυντά». Οπως άλλοι, από ιδιωτική πρωτοβουλία είναι κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Και από ιδιωτική πρωτοβουλία φτιάχνουνε ένα κόμμα που είναι κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, άρα υπάρχουν αυτο-ακυρούμενοι και αυτο-ακυρώνονται δρώντας κατά της αυτο-ακύρωσης. Μιλάμε για κανονική παράνοια.

Κατά τον Μάη του ’68, διάφοροι εξεγερμένοι (όλοι εξεγερμένοι είμαστε, εναλλακτικοί και αντί, κανείς δεν είναι συντηρητικός, πια, σε αυτό τον κόσμο) για να σατιρίσουνε τους πολιτικούς έγραφαν πάνω στα αυτοκίνητά τους: «Δεν είμαι βουλευτής». Η φράση περιείχε ευθύβολη σάτιρα, αλλά αυτός που το έγραφε στο αυτοκίνητό του, κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι ήταν καλύτερος από τους βουλευτές – δεν ξέρουμε, μπορεί να ήταν από καλό παιδί, μέχρι φονιάς. Εξάλλου το αντί δείχνει συχνά ότι, πέρα από πόζα, είναι και αμηχανία αντι-πρότασης. Το αντί βολεύει πολύ κόσμο – όπως εκείνον τον κομμουνιστή που έγραψε σε έναν τοίχο της Μαδρίτης: «Εναντίον του Φράνκο ήμασταν καλύτερα».

Στα κατά καιρούς αντι-φασιστικά μέτωπα υπήρχαν ουκ ολίγα σταλινοζόμπι, όπως και στα αντι-κομμουνιστικά μέτωπα υπήρχαν ουκ ολίγοι χιτλερικοί. Το ένα κακό δεν ακυρώνει το άλλο. Είναι σαν να λες πως είμαι μουτζαχεντίν κατά του ISIS. Επομένως καλύτερα πες μας τι είσαι κι όχι τι δεν είσαι. Διότι το αντί- ή το μη- είναι μια εκδοχή της κουκούλας. Και είναι σαφώς πιο έντιμοι, πιο καθαροί, πιο προτιμητέοι, αυτοί που δηλώνουνε ευθέως τι είναι (ό,τι και να είναι – ακόμα και τέρατα) και παίρνουνε την προσωπική ευθύνη, παρά εκείνοι που δηλώνουνε τι ΔΕΝ είναι – χωρίς να ξέρουμε τι ΕΙΝΑΙ. Τι θα πει Ρουβίκωνας; Τίποτε. Πες ευθέως στον κόσμο αν είσαι αναρχικός, αντι-εξουσιαστής, σταλινικός, ή κάτι σε ημισκούμπριο. Με ονόματα-κουκούλες και δήθεν αφηρημένη «αντί» κατεύθυνση έχει πλάκα το παίγνιο αλλά ποτέ αποτέλεσμα. Συνήθως πρόκειται για προτηγανισμένη αυτο-εικόνα απλοϊκού εξεγερμένου που παρηγορεί την απελπισμένη του νεότητα σε ρόλο ψευδο-Ρομπέν, κάτι αβάσταχτα βαρετό εφόσον συμβαίνει σε κάθε γενιά, με το ίδιο ποσοστό, πανομοιότυπα και με την ίδια ακριβώς ρητορική, την ίδια παντομίμα, την ίδια στερεότυπη θεατρικότητα, και δεν προκαλεί παρά μόνο ανία σε μας τους γεροντότερους. Το έχουμε ξαναδεί το έργο τριάντα φορές. Δηλαδή σε λίγα χρόνια θα αποσυρθεί ανεπαισθήτως κι ο Ρουβίκωνας και θα ‘ρθει η ίδια ποσόστωση απ’ την επόμενη γενιά και θα μας λέει πάλι τα ίδια. Αβάσταχτα βαρετό και διαρκές κιτς χάπενινγκ, που δεν οφείλεται στον κακό κόσμο, στις κακές κυβερνήσεις, αλλά σε νεανικά «εγώ» που ψάχνουν μια πόζα κοσμοσωτήρα και διασώστη. Επαναλαμβανόμενα ανιαρό.

Το εναντίον, ή μάλλον το προοδευτικό «ενάντια», κατάντησε παλιό πληκτικό ανέκδοτο. Κάθε νέα φουρνιά στα σχολεία και στα πανεπιστήμια ανακαλύπτει το «ενάντια» και μας πρήζει αποξαρχής. Αντε πάλι τα ίδια και τα γίδια. Βαρεθήκαμε, ρε. Φτάνει. Κάντε κάτι πιο παραγωγικό.

Αντί, και ενάντια, κόντρα και against. «Ποτέ μ’ αυτούς», ή «Θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Πεθαμένα λικέρ απ’ το ίδιο οινοποιείο. Ολα απ’ την ίδια μήτρα. Δεν πρόκειται για αξίωση κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά για «εγώ» που ψάχνουν δικαίωση, ρεβάνς, εξουσία, με τη νιτσεϊκή έννοια και με αριστερή επίφαση. Αντί, αντί, λαμά σαβαχθανί.