«Ο χειρισμός του Προσφυγικού στη βάση ενός ισχυρού αξιακού κώδικα ενάντια στις λογικές για μια περίκλειστη Ευρώπη – φρούριο (…) είναι καίριο σημείο αναφοράς, με βάση το δικό μας αριστερό πρόσημο». Αυτή είναι η αξιολόγηση που ομοφώνως έκανε η πρόσφατη ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (13-14/10/2018) την ίδια στιγμή που τα διεθνή μίντια καταδίκαζαν το γκουλάγκ της Μόριας. Την παραθέτω όχι για το θέμα, αλλά γιατί προσφέρει ένα παράδειγμα κραυγαλέας αντίθεσης λόγων και έργων, μια τζάμπα ιδεολογική διακήρυξη ερήμην της πραγματικότητας. Το ίδιο άσφαιρη και παραπλανητική είναι η συνεχιζόμενη συζήτηση για την πιθανότητα «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η σχετική συζήτηση έχει δύο παράδοξα. Το πρώτο είναι ότι την κάνουν εξωκομματικοί φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τα μέλη του δεν ασχολούνται με το θέμα. Το δεύτερο είναι ότι γίνεται σε μια χώρα που η σοσιαλδημοκρατία (ΣΔ) είχε ελάχιστη επιρροή. Μόλις από τη δεκαετία του 1980 αρχίσαμε εδώ να μιλάμε για αυτήν. Πριν ήταν πολιτικά ανύπαρκτη ή απορριπτέα. Είναι εύκολο να ερμηνεύσουμε την απουσία. Η ΣΔ επικράτησε στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπου χάρη στην εκβιομηχάνιση οι εργαζόμενες τάξεις είχαν αποκτήσει ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη έναντι της εργοδοσίας. Γι’ αυτό έγινε ρεαλιστική η μεταρρυθμιστική στρατηγική και επικράτησε η ΣΔ ως φορέας πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης του εργατικού κινήματος. Αντιθέτως, στις χώρες χαμηλής εκβιομηχάνισης όπου η εργατική τάξη ήταν μειοψηφική, ισχυροποιήθηκε η κομμουνιστική Αριστερά που αντικαθιστούσε την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών με την ιδεολογία και την προοπτική της επανάστασης. Τέτοια ήταν η περίπτωση των ΚΚ της Νότιας Ευρώπης που έπρεπε να περιμένουν τον Πόλεμο για να αποκτήσουν πολιτική βαρύτητα στο μέτρο που πρωτοστάτησαν στις εθνικές αντιστάσεις της χώρας τους. Η Ελλάδα διακρίνεται σε αυτό το σκηνικό γιατί ο κομμουνισμός μονοπώλησε τον χώρο της Αριστεράς. Μέχρι την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ το 1974, το οποίο όμως και αυτό στα πρώτα χρόνια του καταδίκαζε λάβρο τη ΣΔ επικαλούμενο έναν «επαναστατικότερο» τριτοκοσμικό σοσιαλισμό.
Η ΣΔ μπήκε εντονότερα στο πολιτικό μας λεξιλόγιο από τη δεκαετία του 1980 μέσα από δύο δρόμους. Ο πρώτος ήταν εκείνος του εγχώριου ευρωκομμουνισμού, του ΚΚΕ εσωτερικού και της ανανεωτικής Αριστεράς. Εκλογικά ο χώρος ήταν περιορισμένος, αλλά ιδεολογικά είχε μεγάλη εμβέλεια. Ο δεύτερος ήταν του ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, χώρος εκλογικά πανίσχυρος αλλά ιδεολογικά συγκεχυμένος. Και οι δύο δρόμοι πήγαζαν από την ίδια ανάγκη: να υπερβούν τα όρια της προηγούμενης φυσιογνωμίας τους που αποδεικνυόταν προβληματική στις νέες συνθήκες. Ο ευρωκομμουνισμός και η ανανεωτική Αριστερά είχαν πάρει αποστάσεις από τον αυταρχικό σοβιετικό κομμουνισμό και είχαν αναδείξει ως αιχμή τη σχέση δημοκρατίας – σοσιαλισμού. Τι πιο φυσικό από το να αναστοχαστούν την ιστορική εμπειρία της ΣΔ; Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, έχοντας τις καταβολές στον χώρο του Κέντρου, έζησε σχιζοειδώς τα πρώτα δέκα χρόνια του παλινδρομώντας μεταξύ του παραδοσιακού αντιδεξισμού και των βερμπαλισμών του τριτοκοσμικού σοσιαλισμού. Το ιδεολογικό χάσμα ήταν τόσο μεγάλο ώστε να φανεί ήδη από την πρώτη κυβερνητική θητεία το κόστος του κρατικιστικού – λαϊκιστικού τρόπου διακυβέρνησης: δημοσιονομικός εκτροχιασμός, μπλοκάρισμα της ανάπτυξης, κυνισμός και διαφθορά που ελλοχεύουν σε κάθε κόμμα όταν τα λόγια κονταροχτυπιούνται με τα έργα. Τότε αναζήτησε τη ΣΔ σαν μια ιδεολογικά και ηθικά αξιοπρεπέστερη οδό και έγινε μέλος το 1990. Το διεθνές κλίμα ευνοούσε τις αναζητήσεις και των δύο χώρων. Ο ιστορικός κομμουνισμός και η ΕΣΣΔ κατέρρεαν, η ΣΔ φάνταζε ιστορικά δικαιωμένη και η ΕΕ έφτανε στο μέγιστο της ελκτικής της δύναμης. Τι σήμαινε λοιπόν ΣΔ σε μια χώρα που την ανακάλυπτε οψίμως, χωρίς να έχει παρελθόν ούτε η συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα ούτε η ανάλογη κοινωνική βάση; Ευρώπη και Δύση, αποδοχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μεγαλύτερο σεβασμό στους θεσμούς, ορθολογικότερο πολιτικό λόγο, περιορισμό του λαϊκισμού, ισορροπία ανάπτυξης και αναδιανομής.
Σε ανάλογες διαδρομές προσβλέπουν ή ελπίζουν όσοι υποστηρίζουν τη «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Και πάλι η συζήτηση ενσκήπτει γιατί το κόμμα έχει μια εμφανή κρίση ταυτότητας μετά τη μνημονιακή κωλοτούμπα. Οι διαφορές όμως του τότε με το τώρα είναι μεγάλες. Κατ’ αρχάς γιατί η σημερινή ΣΔ λίγη προστιθέμενη αξία προσφέρει ως τροχιοδείκτης μιας πιθανής πορείας ιδεολογικής – πολιτικής αναμόρφωσης. Η κρίση και η ιστορική της αμηχανία είναι πανθομολογούμενες και λαμβάνουν πλέον υπαρξιακές διαστάσεις. Σαν μετά τον κομμουνισμό, η διεθνοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση να οδηγούν στην παρακμή και τη δεύτερη μεγάλη κουλτούρα του εργατικού κινήματος της βιομηχανικής εποχής. Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή ΣΔ αδυνατεί να προσφέρει έναν ιδεολογικοπολιτικό λόγο που θα πλαισίωνε αποτελεσματικά μια ενδεχόμενη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ή, αλλιώς, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να επικαλεστούν τη ΣΔ και να συχνάζουν στα σοσιαλδημοκρατικά σαλόνια των Βρυξελλών, ταυτόχρονα όμως να παραμένουν προσκολλημένοι στις ίδιες πολιτικές και πρακτικές στο εσωτερικό της χώρας. Θα μπορούσε εντούτοις η συμμετοχή τους να αλλάξει τα σαλόνια; Αυτό υποστηρίζουν όσοι θεωρούν ότι η εκ παραδρομής μάλλον αποκληθείσα «ριζοσπαστική Αριστερά» θα έδινε νεανικό σφρίγος στη συμβιβασμένη ΣΔ. Νομίζω ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από «αισιοδοξία της βούλησης» για να θεωρείς αναγεννητική δύναμη του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού τον Μελανσόν, τον Ιγκλέσιας ή τον Τσίπρα. Συμπτώματα της κρίσης ναι, εκφραστές της κοινωνικής διαμαρτυρίας επίσης, αλλά εύκολα ενσωματώσιμης στα παλαιά, όπως έδειξε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – γεγονός που χαροποίησε ιδιαιτέρως τα σοσιαλδημοκρατικά σαλόνια.
Κοντολογίς, οι όποιες ζυμώσεις στον μετεκλογικό ΣΥΡΙΖΑ λίγο θα επηρεαστούν από την εξωτερική ελκτική δύναμη της ΣΔ, αντιθέτως θα κριθούν από τις απαντήσεις που θα δώσουν στην εγχώρια πορεία του. Πώς θα λογαριαστούν με τον εθνικολαϊκισμό που πότισε τη φυσιογνωμία του, τον συντηρητισμό και τις παλαιοκομματικές πρακτικές που δέσποσαν στην κυβερνητική του θητεία. Αυτά δεν ήταν συγκυριακές παθογένειες, καθώς πήγασαν από βαθύτερα στοιχεία της ίδιας της αριστερής κουλτούρας. Πράγματι, η υπεροχή του Κόμματος έναντι του Κράτους και ο πολιτικός βολονταρισμός συνέπλευσαν με τον εθνικολαϊκισμό, παράγοντας από κοινού εχθροπάθεια, διχασμό και βιασμό των θεσμών. Η ταύτιση της πολιτικής και της συνδικαλιστικής Αριστεράς με το κρατικιστικό – συντεχνιακό μεταπολιτευτικό μοντέλο έτεινε στη συντήρηση του υπάρχοντος παρά στη μεταρρύθμισή του. Η απουσία μιας κεντρικής ιδέας για την προοπτική της χώρας, μαζί με τη γλύκα της εξουσίας, ήταν μοιραίο να καταλήξουν στην επανάληψη των παγιωμένων πρακτικών του παλαιοκομματισμού. Τελικά, ο παλαιός αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε σε ένα ετεροκαθοριζόμενο μόρφωμα που γεμίζει το κενό του με τον αντιδεξιό λόγο.
Ετσι, η σημερινή φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγεί στον «εξανθρωπισμό του καπιταλισμού», όπως πέτυχε σε κάποιες φάσεις της η ΣΔ, αλλά σε ένα διαρκές «Μνημόνιο με ανθρώπινο πρόσωπο». Δηλαδή, μια πολιτική μακροχρόνιας στασιμότητας και διαχείρισης της φτωχοποίησης με ειλικρινή ή καιροσκοπική επιδοματική υποστήριξη αδύναμων ομάδων. Η μελλοντική φυσιογνωμία του θα προκύψει από την εσωτερική του διαλεκτική, η οποία ακόμα δεν έχει εκδηλωθεί. Ενδιαφέρει όμως όλους, φίλους και αντιπάλους, γιατί στην ουσία αυτό που διακυβεύεται είναι το μέλλον του κομματικού συστήματος. Και ξέρουμε πια ότι στην Ελλάδα ο κομματικός ανταγωνισμός υπήρξε αυτόνομος και βασικός παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου