Με πρωτοβουλία φοιτητών της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ δημιουργήθηκε την τελευταία εβδομάδα εκστρατεία συλλογής υπογραφών από φοιτητές για το ζήτημα του ναρκεμπορίου εντός πανεπιστημίου. Το κείμενο που υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι φοιτητές έλεγε και τα εξής: «[…] Κάθε μέρα από νωρίς το πρωί, στον προαύλιο χώρο της Φιλοσοφικής Σχολής κινούνται ουσιαστικά ανενόχλητοι έμποροι ναρκωτικών, οι οποίοι κάνουν τις δοσοληψίες τους μπροστά στα μάτια όλων, ακόμη και μπροστά στους φύλακες του campus, οι οποίοι μάλλον δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Η κατάσταση έχει εκτροχιαστεί τόσο που οι διακινητές σχεδόν διαλαλούν το εμπόρευμά τους σε κάθε περαστικό, παρενοχλούν φραστικά και ενίοτε σωματικά φοιτήτριες και φοιτητές, συγκεντρώνονται και φωνάζουν ακριβώς έξω από τις αίθουσες που κάνουμε μάθημα. […] Είναι σαν η πολιτεία να έχει εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτή η άθλια καθημερινότητα που ζούμε είναι η νέα κανονικότητα. Γιατί; Ζητούμε από τους αρμοδίους, τις πανεπιστημιακές Αρχές και την πολιτεία να μην κρύβονται πίσω από γενικόλογες προτροπές, ευχολόγια και στατιστικές, και να λάβουν επιτέλους αποτελεσματικά μέτρα και να διασφαλίσουν το ελάχιστο: την αίσθηση της σωματικής μας ασφάλειας στην ακαδημαϊκή μας ζωή. Δεν επιλέξαμε να ζούμε σε κάποιο κέντρο διακίνησης ναρκωτικών! Θέλουμε έναν χώρο εκπαίδευσης και δημιουργίας. Είμαστε φοιτήτριες και φοιτητές και απαιτούμε πίσω το πανεπιστήμιό μας».
Πρωτεργάτρια αυτής της κίνησης, η τελειόφοιτη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Ελπίδα Πετμεζά. Είναι ήδη πτυχιούχος, αλλά επέστρεψε στα φοιτητικά έδρανα επειδή την παρακίνησε το πάθος της για τη φιλολογία. Δεν ήταν εύκολη επιλογή, επειδή έπρεπε παράλληλα να εργάζεται. Τα τελευταία χρόνια διδάσκει σε φροντιστήρια και συνεχίζει να σπουδάζει. Ενταγμένη στο κίνημα μιας αξιοπρεπούς ζωής, δεν έχει την ευκαιρία να συμμετάσχει στην τελετουργία της κομματικής ένταξης. Δεν συμμετέχει δηλαδή στο φοιτητικό κίνημα, στα κομματικά παραμάγαζα εντός των σχολών, στις κομματικές νεολαίες και στις φοιτητικές παρατάξεις. Χάνει δηλαδή σε «διεκδικήσεις» και σε συνθήματα.
Εκτός της αναχρονιστικής τελετουργίας των κομματικών συνεδριάσεων και της σχετικής δράσης, υπάρχει η πραγματική ζωή: η πάλη με τη γνώση και η πάλη με την επιβίωση. Η Ελπίδα Πετμεζά διψά για γνώση. Για να την κατακτήσει και να την αυξήσει εργάζεται. Αντί να είναι στις καταλήψεις ή στις κομματικές συνεδριάσεις, βρίσκεται πάνω από ένα βιβλίο ή σε μια τάξη. Κερδίζει τη ζωή της και απαιτεί να μπορεί ανεμπόδιστα να κερδίσει και το δικαίωμα να είναι αξιοπρεπής η δεύτερη θητεία της στο πανεπιστήμιο. Αλλά για να γίνει αυτό, το πανεπιστήμιο οφείλει στους φοιτητές κάτι, απλούστατο: τη δυνατότητα να μπορούν ανεμπόδιστα να προσέρχονται στις τάξεις, τη δυνατότητα να μπορούν να παρακολουθούν απρόσκοπτα το μάθημα, τη δυνατότητα να συναντιούνται και να συνομιλούν με τους καθηγητές τους, να δέχονται τις παρατηρήσεις τους, να ακολουθούν τις οδηγίες τους.
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δεν τους δίνει πάντα αυτή τη δυνατότητα. Το τελευταίο διάστημα, ας πούμε, στο όνομα του πανεπιστημιακού ασύλου, το μεγάλο campus του ιδρύματος έχει καταληφθεί από διάφορους παραβατικούς. Με κορυφαίους τους εμπόρους ναρκωτικών. Φοιτητές και καθηγητές ενοχλούνται, αλλά μέχρι εκεί. Ελάχιστοι βάζουν το κεφάλι τους στον ντορβά. Ενας από αυτούς, ο καθηγητής Ορέστης Καλογήρου – ο οποίος, τις προάλλες, παρακαλούσε άνδρες της Αστυνομίας να μπουν στον χώρο και να κάνουν συλλήψεις. Ματαιοπονούσε και, μάλλον, διακινδύνευε ο ίδιος – αφού όλοι γνωρίζουν ότι όταν τα βάζεις με παραβατικούς, κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα ή η περιουσία σου (εν προκειμένω, το αυτοκίνητο του καθηγητή). Ιδίως αν δεν συγκαταλέγεσαι στους καθηγητές που είναι αρεστοί στα «κινήματα» και στις αριστερές «συλλογικότητες», αν δηλαδή δεν έχεις χαϊδέψει τα αφτιά τους.
Εν πάση περιπτώσει, χρειάστηκε η παρέμβαση των φοιτητών, δειλή στην αρχή, πιο έντονη στη συνέχεια, προκειμένου να πάρουν θάρρος και οι καθηγητές και, επιτέλους, να γίνει διεκδίκηση από τον κόσμο του πανεπιστημίου η απαίτηση να μην είναι ο ακαδημαϊκός χώρος καταφύγιο εγκληματιών. Και να αρχίσει, δειλά έως τώρα, να παρεμβαίνει η Αστυνομία. Για να γίνουν όλα αυτά, ωστόσο, χρειάστηκε κάποια πρόσωπα να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά. Ενα από τα πρόσωπα αυτά είναι η εργαζόμενη φοιτήτρια Ελπίδα Πετμεζά.
Η Ελπίδα Πετμεζά δεν είναι με κανέναν. Δεν είναι με τη συνδικαλιστική νομενκλατούρα του φοιτητικού κινήματος. Δεν είναι με τα κόμματα, δεν σκέφτεται ότι θα πάει σε κάποια νεολαία ώστε, κολλώντας αφίσες, να γίνει επαγγελματίας πολιτικός. Αλλά, πάλι, δεν είναι ούτε σιωπηλή πλειοψηφία, δεν ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των πολιτών που τους αρκεί να περνούν αλώβητοι από όλες τις καταστάσεις. Τη νοιάζει. Γι’ αυτό και, μολονότι ακομμάτιστη, δεν είναι απολιτική.
Οντας πολιτικό ον χωρίς κομματική ταυτότητα, μπορεί όταν ερωτάται να λέει τα πράγματα όπως τα καταλαβαίνει. Μπορεί να περιγράφει με ακρίβεια τις καταστάσεις γύρω της: «Η ενημέρωση από την Πρυτανεία του πανεπιστημίου είναι ότι έχουν δώσει πράσινο φως για επέμβαση της Αστυνομίας σε περιπτώσεις ναρκεμπορίου, αλλά η Αστυνομία δεν κάνει τίποτα» λέει. «Στείλαμε μια επιστολή διαμαρτυρίας ως πρώτο βήμα για να αποφασίσουν οι αρμόδιοι πώς πρέπει να λυθεί το θέμα. Η Πρυτανεία μάς στηρίζει, αλλά φοβόμαστε να πάμε στα μαθήματά μας. Δεν μπορείς να πας στο πανεπιστήμιο στις 10 το πρωί, φοβάσαι μην αγριοκοιτάξεις κανέναν από αυτούς και φας καμία μαχαιριά». Κι όταν κανείς της αντιτείνει ότι ο υπουργός Παιδείας καλεί τους φοιτητές να διεκδικήσουν μόνοι τούς χώρους, εκείνη απαντά: «Οι φοιτητές δεν είμαστε Πολιτοφυλακή».