Φεύγει η μεγάλη γενιά του ’60 και του ’70. Μετά την αποδημία του Μάτεσι, του Μουρσελά, της Αναγνωστάκη, του Βογιατζή, του Ευαγγελάτου, του Χουρμουζιάδη, του Δεληβορριά πήρε σειρά για τις ουράνιες διαμονές ο Γιώργος Μιχαηλίδης.
Οταν το 1965 ίδρυσε το Θέατρο της Νέας Ιωνίας ήταν ο πρώτος θεατράνθρωπος που αποφάσισε, μετά τον παλιό πρόδρομο Αδαμάντιο Λεμό, της Καλλιθέας, να επικοινωνήσει με το μεγάλο παραμελημένο κοινό της γειτονιάς. Γιος Mικρασιατών ο Μιχαηλίδης πήγε να βαπτίσει στα νάματα των μεγάλων ποιητών, των μεγάλων ιδεών, των ακραίων συναισθημάτων και των μεγάλων αδικημένων της Ιστορίας τους συμπολίτες του δευτέρας κατηγορίας. Διότι ο Μιχαηλίδης πριν από την αρχιτεκτονική που σπούδασε στην Αυστρία και πριν από το θέατρο και την πεζογραφία που τους αφιερώθηκε υπήρξε Πολίτης με την αρχαία και ξεχασμένη σήμερα σημασία του όρου. Ανθρωπος που υπερασπίζεται θεσμούς, δημόσιο λόγο μέσω του διαλόγου, δημοκρατικά ιδεώδη και καλλιέργεια των παιδευτικών αξιών.
Για όλα αυτά που οι συνοδοιπόροι της γενιάς του διώχτηκαν, προπηλακίστηκαν, απομονώθηκαν. Εκεί λοιπόν στη Νέα Ιωνία τη χρονιά της Αποστασίας άνοιξε το συμβόλαιο του Μιχαηλίδη λογαριασμούς με την εξουσία πάνω στα τιμαλφή του πολιτισμού.
Και η χειραψία που τείνει στους συμπολίτες του, απογόνους προσφύγων, είναι οι Καμπανέλλης και Μάτεσις, οι συγγραφείς που έκαναν σκηνική πράξη τη μέσω του θεάτρου κριτική των ηθών, των θεσμών και των ιδεών. Που αποκάλυπταν το αληθινό και συχνά αποτρόπαιο πρόσωπο μιας κοινωνίας που όπως έλεγε ο Καβάφης «συσχέτιζε κουτά».
Το Θέατρο της Νέας Ιωνίας φιμώθηκε από την τυραννίδα του 1967! Αλλά ο Μιχαηλίδης επέμενε. Αναζήτησε τις ρωγμές του γύψου και διείσδυσε. Ιδρύοντας το 1972 το Ανοιχτό Θέατρο ανοίχτηκε στο πέλαγος των μεγάλων θεατρικών τρικυμιών: Σαίξπηρ, Στρίντμπεργκ, Μπομαρσέ, Βιτράκ, Μπρεχτ, Τσέχoφ. Από την τραγωδία («Ορέστεια») έως το αστικό δράμα και από την κωμωδία («Πολύ κακό για τίποτε») στη σάτιρα (Γιαλαμάς) με ηθοποιούς ήθους και κυρίως διαβασμένους, άρα ενήμερους για τα μεγάλα διλήμματα του ανθρώπου (ενδεικτικά: Χατζησάββας, Καραμπέτη, Μπεμπεδέλη, Βέγγος) με συνεργάτες επίσης ταμένους σε μια αποστολή παιδείας (Αντωνίου, Φωτόπουλος, Μικρούτσικος, Μετζικώφ) μαζί με άλλους συνοδοιπόρους, αλλά όχι αντιπάλους (Ευαγγελάτο, Αντύπα, Παπαγεωργίου, Βουτέρη, Αρμένη, Νικηφόρο Παπανδρέου, Βογιατζή, Παπαβασιλείου – όλοι αυτοί τώρα σε υποχρεωτική αγρανάπαυση!) έχτισαν με μόχθο, γνώση, κύρος, αφοσίωση και συχνά ανιδιοτέλεια ό,τι τώρα νοσταλγούμε ελπίζοντας ανάσταση στον μέλλοντα χρόνο.
Αν ρίξει κανείς μόνο μια πρόχειρη ματιά στα έργα του παγκόσμιου υψηλών προδιαγραφών δραματολογίου που σκηνοθέτησε ο Μιχαηλίδης και στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ (από Ευριπίδη και Μολιέρο έως Λόπε ντε Βέγκα, από Σαίξπηρ έως Αντρέγεφ και Στρίντμπεργκ, από Μπρεχτ έως Τσέχοφ και από Βέντεκιντ έως Σνίτσλερ) δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί πως ο μεγάλος αυτός μάστορας (κυριολεκτικά) του θεάτρου έχτισε μεγάλο μέρος από το θεατρικό μεταπολεμικό μας θέατρο.
Είχα τη χαρά να συνεργαστώ μαζί του αφού σκηνοθέτησε δύο φορές τη μετάφρασή μου της «Ορέστειας» του Αισχύλου, τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου και την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη. Για να μυήσει τους συνεργάτες του ως προετοιμασία στην αναμέτρηση με τα θηρία οργάνωνε σεμινάρια πολύωρα όπου ο μεταφραστής, κριτικοί και θεατρολόγοι ανέλυαν τα έργα των κλασικών θεμελίων του παγκόσμιου θεάτρου.
Αλλά η προσφορά του Μιχαηλίδη που έφτανε στη δημόσια μύηση του μεγάλου κοινού στην ουσία του θεάτρου ήταν η τόλμη του να σκηνοθετήσει τρεις αριστοφανικές κωμωδίες με τους λαϊκούς θεατρίνους Καρακατσάνη και Θανάση Βέγγο. Αυτός ο μυημένος στον εξπρεσιονισμό αναζήτησε και πέτυχε να συγκεράσει τον στυλιστικό εξπρεσιονισμό της ευρωπαϊκής Ιστορίας με τον λαϊκό εξπρεσιονισμό του δημοτικού τραγουδιού και του Καραγκιόζη.
Μ’ αυτά πάλι τα εφόδια ύφους ανέδειξε τους έλληνες συγγραφείς, κυρίως τον Καμπανέλλη που σκηνοθέτησε πέντε έργα του και μάλιστα το κύκνειο άσμα του, την «Κωμωδία», που παρουσίασε στο Ηρώδειο, ένα έργο διαθήκης του μεγάλου δραματουργού.
Εξάλλου το έξοχο έργο του μεγάλου ποιητή του θεάτρου μας «Χώρα Ιψεν» παίχτηκε στην πατρίδα του νορβηγού δημιουργού κατ’ εξαίρεση αφού δεν ήταν έργο Ιψεν, στο Φεστιβάλ Ιψεν!!
Επίσης το τολμηρότερο έργο του Παύλου Μάτεσι «Προς Ελευσίνα» ο Μιχαηλίδης το ανέβασε σε μια συνταραχτική παράσταση.
Αλλά και Σκούρτη, Καρρά, Μανιώτη, Ελευθερίου πρόβαλε και ανέδειξε χτίζοντας το οικοδόμημα του μεταπολεμικού μας θεάτρου που τώρα υπνώττει!
Ο Μιχαηλίδης ήταν δάσκαλος ηθοποιών και στις σκηνοθεσίες του έβλεπε κανείς πως ενώ ως αρχιτέκτονας πρόσεχε την Οψιν, αναγνώριζε τη μύηση των ηθοποιών στον ρυθμό, στην αρχιτεκτονική των αισθημάτων και τη λογική τεκμηρίωση των ιδεών.
Ο Μιχαηλίδης, όπως ο Σολωμός, ο Μουζενίδης, ο Ευαγγελάτος, υπήρξε λόγιος σκηνοθέτης. Οταν την ίδια θεατρική περίοδο ανέβασε, παράλληλα με τον δικό του «Αμλετ», «Αμλετ» και ο Ευαγγελάτος (ο ένας με τον Χατζησάββα, ο άλλος με τον Φέρτη) δημόσια ζήτησαν να υπάρχει κοινός τρόπος να ιδωθούν οι δύο απόψεις!!
Αλλά ο Μιχαηλίδης υπήρξε και μέγας πεζογράφος, που, οφείλω να το πω με οργή, δεν αντιμετωπίστηκε από τη θεσμική κριτική ανάλογα με την προσφορά του. Τον θεώρησαν λαθρεπιβάτη από άλλο καράβι;!
Κι όμως πέρα από τα έξοχα «Φονικά» και το πρωτοποριακό «Λάμδα» (από το λ της Οδύσσειας, η κάθοδος στον Αδη του Οδυσσέα), οι τριλογίες του: «της Μοναξιάς, της Επανάστασης, της Λαγνείας» (Μύηση, Λαβύρινθος, Εξοδος) και οι «Αγιοι Ερωτες» όχι μόνο στέκονται ισότιμα δίπλα στις εξαίσιες τριλογίες του Πετσάλη – Διομήδη, του Τ. Αθανασιάδη, του Τσίρκα, του Θέμελη, αλλά συνάμα αποτελούν «Ραψωδίες» ενός νέου έπους, του νεοελληνικού, που κάλυπτε τα χρόνια από το 1750 έως το 1980 και μπορούν να γίνουν, όταν υπάρξει πρόγραμμα σοβαρό, εργαλείο της εκπαίδευσης των νέων.
Με την εκδημία του Γιώργου Μιχαηλίδη απολέσαμε έναν ακόμη μπούσουλα και πλέουμε χωρίς πυξίδα.