Στις… χειροπέδες επενδύει πολιτικά και επικοινωνιακά η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να κερδίσει πόντους στην πορεία προς τις εκλογές. Ηδη η απόφαση για προσωρινή κράτηση στις φυλακές Κορυδαλλού του Γιάννου Παπαντωνίου αξιοποιείται στο έπακρον από την κυβερνητική πτέρυγα, ώστε να αλλάξει το κλίμα. Ο βασικός στόχος είναι σαφής: να αναδειχθεί το, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, φαύλο και διεφθαρμένο παλαιό σύστημα που έφερε τη χώρα στα Μνημόνια.
Ως εκ τούτου, διάφορες υποθέσεις που ήδη εξετάζονται από τη Δικαιοσύνη θα έχουν την τιμητική τους στην προεκλογική στρατηγική του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Αρα, σκάνδαλα επί σκανδάλων και ατελείωτη σκανδαλολογία, όπως υποστηρίζει και η αντιπολίτευση, θα επικρατήσουν την επόμενη περίοδο στο πολιτικό σκηνικό. Και σύμφωνα με ανώτερα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «εργαλειοποιείται η Δικαιοσύνη», καταγγελία που αρνείται το Μέγαρο Μαξίμου, αρκετοί – και κυρίως πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ – θα φαντάζουν ύποπτοι και θα τελούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη άλλοτε της Δικαιοσύνης και άλλοτε των φορολογικών Αρχών ή συνδυασμένα και των δύο μαζί.
Η κυβέρνηση εμμένει στον όρο «κάθαρση» και στο επιχείρημα ότι πρέπει η Δικαιοσύνη απερίσπαστη να κάνει τη δουλειά της και να μη δημιουργείται κλίμα εναντίον των δικαστικών Αρχών, καθώς η κεντρική επιδίωξη είναι «όσοι αμάρτησαν και αποδεδειγμένα ζημίωσαν τον ελληνικό λαό, ιδιαιτέρως οι υπηρετούντες τη δημοκρατία, να ελεγχθούν αυστηρά και να πληρώσουν τίμημα βαρύ». Μόνο που η αντιπολίτευση, αρκετά καχύποπτη πλέον, θεωρεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ατελείωτο κυνήγι μαγισσών, αναδεικνύοντας και τις πρόσφατες προτροπές του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη για προφυλακίσεις, διαφορετικά ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν θα αποκτήσει την πραγματική εξουσία», όπως είχε αναφέρει στην ΚΕ του κόμματος.
Η κυβέρνηση, με βάση τον σχεδιασμό που υπάρχει στο Μέγαρο Μαξίμου, θα επιχειρήσει το επόμενο διάστημα, πέρα από την ψήφιση στη Βουλή των νομοθετημάτων που θα έχουν στο επίκεντρό τους τις εξαγγελίες της ΔΕΘ και τη συνταγματική αναθεώρηση που αναμένεται να ξεκινήσει, να μεταθέσει τη δημόσια συζήτηση στο πεδίο των σκανδάλων ή σκανδαλολογίας κατά την αντιπολίτευση.
Κίνηση υψηλού ρίσκου. Αυτή η επιλογή, ωστόσο, κρίνεται ως κίνηση υψηλού ρίσκου και από στελέχη της κυβέρνησης, τα οποία δεν μιλάνε δημόσια, αλλά στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους τονίζουν ότι «η πολιτική επένδυση σε σκάνδαλα δεν είναι win win διαδικασία», δηλαδή θεωρούν πως δεν θα έχουν όφελος και στις δύο περιπτώσεις, είτε καταδικαστεί ο αντίπαλος είτε δεν καταδικαστεί, αλλά θα υπάρχει η ατμόσφαιρα της αμφιβολίας.
Υπέρμαχοι της σκληρής γραμμής είναι, εκτός από τον Αλέξη Τσίπρα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου, ο υπουργός Επικρατείας Χριστόφορος Βερναρδάκης, ο υφυπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Λευτέρης Κρέτσος, ο γενικός γραμματέας Αθλητισμού Γιώργος Βασιλειάδης κ.ά.
O βασικός στόχος είναι να κλείσει η δημοσκοπική ψαλίδα με τη ΝΔ, οχυρώνονται πίσω από τη γραμμή πως δεν στήνεται σκηνικό που παραπέμπει στο «1989» και προτάσσουν το επιχείρημα ότι δεν θα επιδοθεί η κυβέρνηση σε κυνήγι μαγισσών.
Αν και από την κυβέρνηση μιλάνε για τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που είναι αδιαπραγμάτευτο, τονίζουν ότι είναι ηθική, πολιτική και νομική υποχρέωση να γίνουν τα δέοντα για την πλήρη διαλεύκανση διαφόρων υποθέσεων.
Οι υποθέσεις. Ο κυβερνητικός συνασπισμός ετοιμάζεται και πάλι για μία ακόμη φορά, τώρα όμως στην αμιγώς προεκλογική περίοδο που επί της ουσίας έχει ξεκινήσει, να υψώσει τη ρομφαία της κάθαρσης και θα επενδύσει πολιτικά και επικοινωνιακά σε διάφορες υποθέσεις που χαρακτηρίζει σκάνδαλο, όπως η Novartis, για την οποία προαναγγέλλονται ήδη εξελίξεις, τα εξοπλιστικά με επίκεντρο τον Γιάννο Παπαντωνίου, το ΚΕΕΛΠΝΟ, τα Paradise και τα Papers Papers, τα οικονομικά των κομμάτων κ.ά.
Η επιλογή που προκρίνεται από το Μέγαρο Μαξίμου για μετωπική σύγκρουση με τη ΝΔ και επένδυση στη σκανδαλολογία ήδη έχει αρχίσει και προκαλεί ευρύτερο προβληματισμό σε πολλούς βουλευτές, αν και διευκρινίζεται αρμοδίως πως «δεν στήνονται λαϊκά δικαστήρια». Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, αρκετοί υπουργοί με μετριοπαθή πολιτικό λόγο θεωρούν ότι η επένδυση σε μια συζήτηση που θα έχει στο επίκεντρό της τη σκανδαλολογία θα ενδυναμώσει τις τάσεις στην κοινωνία για απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής και ουσιαστικά θα ενισχύσει τις δυνάμεις της αντιπολιτικής και τα άκρα.
Από την αντιπολίτευση ήδη μιλάνε για συστηματική επιχείρηση εξουδετέρωσης ενός σημαντικού τμήματος του παλαιού πολιτικού συστήματος και τονίζουν ότι δεν πρόκειται για επιχείρηση «καθαρά χέρια», αλλά για σχέδιο εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων χωρίς στοιχεία και αποδείξεις.
Η κεντρική υπόθεση για το Μαξίμου είναι ότι αυτές οι υποθέσεις δύναται να αποτελέσουν σημείο γενικής αντεπίθεσης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ λέγεται ότι θα επιδράσουν πολιτικά στους συσχετισμούς δυνάμεων. Επί της ουσίας, φαίνεται ότι θα δοθεί ο υπέρ πάντων αγών, θεωρώντας ότι μέσω αυτής θα αντισταθμιστούν και οι απώλειες που καταγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ομως καταγράφεται και το αντεπιχείρημα από στελέχη ότι εάν δεν υπάρξουν στοιχεία και αποδείξεις για τα πολιτικά πρόσωπα, η ιστορία μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ για τον ΣΥΡΙΖΑ. Από το πρωθυπουργικό επιτελείο, αντίθετα, προκρίνεται το επιχείρημα ότι πρέπει να τερματιστεί το καθεστώς της ασυλίας και τονίζεται η ανάγκη της αλλαγής του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών. «Σήμερα ο πανικός του παλιού πολιτικού συστήματος είναι περισσότερο από εμφανής» επισημαίνεται από κυβερνητικά στελέχη. Αυτό το ζήτημα ετέθη και προ ημερών στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ και αναμένεται να συζητηθεί μαζί με τις υπόλοιπες αλλαγές που θα προτείνει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος στην ΚΟ τις επόμενες ημέρες.
Μάλιστα, προ ημερών σε συνέντευξή του ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου χαρακτήρισε «κομβικό σημείο» της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών και είπε χαρακτηριστικά: «Αν αυτή την αλλαγή δεν την κάνει η κυβέρνηση της Αριστεράς, δεν θα την κάνει κανείς».
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Βαρυχειμωνιά από τις υπόγειες συγκρούσεις
Βαριά τη σκιά τους πάνω από το Μέγαρο Μαξίμου ρίχνουν διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις που έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο και αποτελούν αντικείμενο ευρύτερων συζητήσεων για τα μελλούμενα, είτε στο κόμμα είτε στην κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικός ο καβγάς του Νίκου Κοτζιά και του Πάνου Καμμένου για τα όσα είπε ο πρώτος ότι ανέφερε ο δεύτερος στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο περί χρηματοδότησης της ελληνικής κυβέρνησης από τον πολυεκατομμυριούχο Τζορτζ Σόρος. Η κόντρα αυτή αναμένεται να έχει και συνέχεια, ενώ η άλλη υποβόσκουσα, εδώ και καιρό, σύγκρουση, λέγεται από έμπειρα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με κοινοβουλευτική διαδρομή μακρά, ότι αφορά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο και τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής Νίκο Παππά. Οι σχέσεις των δύο κυβερνητικών στελεχών, αν και τους ενώνει η στήριξη στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, είναι τεταμένες και υπάρχει ψυχρότητα μεταξύ τους.
Η πρόσφατη εκλογή της νέας Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλά μηνύματα. Η ομάδα των προεδρικών όπου έχει κεντρικό ρόλο ο Παππάς επικράτησε και ο ίδιος εξελέγη τρίτος, ενώ ο Τζανακόπουλος που είναι βασικός παράγοντας μιας νέας τάσης – προεδρικής μεν, αλλά με διαφορετική οπτική και με την οποία συμφωνούν σε επιμέρους ζητήματα και στελέχη όπως ο Αριστείδης Μπαλτάς, ο Νίκος Βούτσης και ο Πάνος Σκουρλέτης – πήγε πολύ χαμηλά. Αν και θα είναι σημαντικός παίκτης την επόμενη μέρα, κατετάγη 18ος από τα 21 μέλη με 33 σταυρούς, γεγονός που οφείλεται και στην κακή του σχέση με τον Παππά.