Η μη επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας από 6 σε 12 ναυτικά μίλια έχει αποτελέσει πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Οποιαδήποτε αναθεώρηση της στάσης αυτής θα είναι σημαντική εξέλιξη, εγκαινιάζοντας μια νέα προσέγγιση. Η δημόσια συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου μία εβδομάδα επί του θέματος αφορά την πιθανή τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, με την Τουρκία να εμπλέκεται έμμεσα. O επιθετικός προσδιορισμός «τμηματική» είναι απαραίτητος, καθώς γίνεται λόγος για ορισμένες μόνο θαλάσσιες ζώνες. Σε γενικές γραμμές, οι ζώνες αυτές ξεκινούν από τα Διαπόντια Νησιά και φτάνουν μέχρι τα Αντικύθηρα, από τα Αντικύθηρα μέχρι την Κρήτη και από τον Σαρωνικό μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο.
Η διαδικασία είναι νομικά και τεχνικά πολύπλοκη και πραγματοποιείται σε διαφορετικά στάδια. Το πρώτο είναι να κλείσουν οι υπάρχοντες κόλποι, το δεύτερο να φτιαχτούν μαζί με τους κόλπους οι ευθείες γραμμές βάσης και το τρίτο να γίνει η επέκταση χωρικών υδάτων. Τα άρθρα 7 και 10 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας του 1982 ορίζουν τον ακριβή τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι μετρήσεις και οι χαράξεις. Η εν λόγω Σύμβαση έχει κυρωθεί στην ελληνική Βουλή το 1995 και αποτυπώνει εθιμικό δίκαιο.
Η λογική της απόφασης
Επεκτείνοντας τα χωρικά της ύδατα, η Ελλάδα επεκτείνει αυτόματα την κυριαρχία της. Οι δυνατότητες στους τομείς της αλιείας, του περιβάλλοντος και πιθανώς της ενέργειας αυξάνονται. Αυτό συμβαίνει διότι το εύρος της υφαλοκρηπίδας θα αρχίσει να μετριέται από το σημείο που τελειώνουν τα 12 ναυτικά μίλια και όχι τα 6. Πρακτικά, η Ελλάδα μπορεί, έτσι, να διευκολυνθεί στις διαπραγματεύσεις της για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αλβανία, με τη θέση της τελευταίας όμως να παραμένει άγνωστη ως προς αυτό. Θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο για τις σχετικές διαπραγματεύσεις της με την Ιταλία, αλλά η Ελλάδα πρόκειται να σεβαστεί τη διμερή συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που υπεγράφη στις 24 Μαΐου 1977.
Από μία περισσότερο θεωρητική οπτική γωνία η Ελλάδα δείχνει πως είναι ενεργή στην εξωτερική της πολιτική, λαμβάνοντας αποφάσεις που αφορούν την κυριαρχία της. Η τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων είναι πρακτική που έχει εφαρμοστεί από την Τουρκία. Τα χωρικά ύδατα της γειτονικής χώρας εκτείνονται στα 12 ναυτικά μίλια στη Μαύρη Θάλασσα και στην ακτή της κατά μήκος της Ανατολικής Μεσογείου μετά τον κόλπο της Αττάλειας. Βέβαια, αυτά συνέβησαν υπό άλλες συνθήκες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ο κίνδυνος
Η χρησιμοποίηση του όρου «τμηματική» αναφορικά με την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας από 6 ναυτικά μίλια σε 12 σημαίνει πως η επέκταση αυτή δεν αφορά τις θαλάσσιες εκείνες ζώνες που θα επηρέαζαν την Τουρκία, δηλαδή τα νησιά του Αιγαίου. Το μήνυμα, λοιπόν, το οποίο στέλνεται είναι διφορούμενο. Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα μπορεί, πράγματι, να κάνει χρήση του δικαιώματος από τα Διαπόντια Νησιά μέχρι τα Αντικύθηρα, από τα Αντικύθηρα μέχρι την Κρήτη και από τον Σαρωνικό μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο.
Από την άλλη, όμως, κινούμενη με βάση τον ρεαλισμό, σταματάει στις προαναφερθείσες ζώνες. Με τον τρόπο αυτόν, ελλοχεύει ο κίνδυνος δικαίωσης της πολιτικής θέσης της Τουρκίας περί «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο. Η Ελλάδα, δηλαδή, αν και πράττει με σύνεση και με βάση το διεθνές δίκαιο, ίσως δίδει την εντύπωση ότι αποδέχεται τον τουρκικό ισχυρισμό ή πως φοβάται την Αγκυρα και προχωρεί μέχρι εκεί μόνο που μπορεί. Και βέβαια ο αρνητικός συνειρμός που γίνεται είναι πως αποδοχή περιορισμένων χωρικών υδάτων για τα νησιά μπορεί να συνεπάγεται τη μειωμένη επήρειά τους σε θέματα σχετιζόμενα με την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.
Το πλαίσιο
Ελλάδα και Τουρκία έχουν χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων στο Αιγαίο. Σκοπίμως, η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση της Θάλασσας του 1982, έτσι ώστε να θεωρεί το Αιγαίο ως μια περίπτωση ιδιόμορφου αρχιπελάγους που, κατά την άποψή της, δεν αντιμετωπίζεται με τις πάγιες προβλέψεις του διεθνούς δικαίου. Η γειτονική χώρα ανησυχεί για το ενδεχόμενο στραγγαλισμού της, αφού η επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια θα αύξανε τα σχετικά ποσοστά της Ελλάδας από 43,5% σε 71%, ενώ της Τουρκίας από 7,5% σε μόλις 8,8% του Αιγαίου. Ετσι, με απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 1995, τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο θα αποτελέσει αιτία πολέμου (casus belli). Η Τουρκία επανέλαβε τη θέση της μέσα στην εβδομάδα. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε πως η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα όποτε και όπως η ίδια κρίνει.
Οι δυνατότητες
Η σχεδόν βέβαιη – αν και όχι επίσημη – απομάκρυνση της Τουρκίας από τον ευρωπαϊκό δρόμο επιβάλλει αναθεώρηση του δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Από τη στιγμή, δηλαδή, που τα ελληνοτουρκικά προβλήματα δεν επιλύονται με την ελπίδα ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, χρειάζεται προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως άλλωστε αυτή βιώνεται καθημερινά στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, η επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο ενέχει μεγάλους κινδύνους όχι μόνο λόγω του «casus belli» αλλά και επειδή θα υπάρξουν συνέπειες για το εύρος των διεθνών υδάτων και για θαλάσσια περάσματα που χρησιμοποιούνται από τη διεθνή ναυσιπλοΐα. Η αμερικανική υποστήριξη σε μια τέτοια πρωτοβουλία της Ελλάδας κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Συνεπώς, το ερώτημα που θα απαντηθεί μόνο με την πάροδο του χρόνου είναι αν καλύτερη λύση συνιστά η τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων χωρίς ουσιαστική δυνατότητα συμπερίληψης του Αιγαίου και με το προαναφερθέν ρίσκο ή η τήρηση στάσης αναμονής με θεωρητικό σκοπό τη συνολική διευθέτηση του ζητήματος – μέσω διερευνητικών επαφών με την Τουρκία – κάποια στιγμή στο μέλλον.
Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin – Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης