Σε όλη του την πορεία εντός και εκτός γηπέδων, ένα στοιχείο της τεράστιας προσωπικότητάς του παραμένει σταθερό. Μιλάει λίγο, ακούει πολύ, κάνει ακόμα περισσότερα. Στα 52 χρόνια του ο Ερίκ Καντονά θα μπορούσε απλώς να απολαμβάνει τη δημοφιλία του με χίλιους δυο τρόπους, αλλά οι ρίζες και η ιστορία του δεν του το επέτρεψαν ποτέ. Οταν δεν εκτελεί τα καθήκοντά του ως τεχνικός διευθυντής στην New York Cosmos ή όταν δεν γυρίζει ντοκιμαντέρ, ο Νο 1 ασυμβίβαστος του ποδοσφαίρου προσπαθεί να φέρει το άθλημα πιο κοντά σε αυτούς που δεν μπορούν να το φτάσουν. Και το κάνει με τρόπο που δεν θυμίζει σε τίποτα τον σκληροτράχηλο επιθετικό με τον σηκωμένο γιακά που γνωρίσαμε τη δεκαετία του ’90. Το κάνει με αγάπη, φροντίδα, τρυφερότητα αλλά ταυτόχρονα εκθέτοντας τον κόσμο μας με λέξεις που μοιάζουν γροθιά στο στομάχι.

Πριν από μερικές μέρες με μία εξομολόγησή του στο διαδικτυακό περιοδικό Players Tribune, η οποία είχε τίτλο «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;», ο Καντονά μίλησε για πράγματα που δεν έχει μιλήσει ποτέ. Για τα βάσανα των ισπανών παππούδων του, των γονιών της μητέρας του, που πέρασαν τα Πυρηναία κυνηγημένοι το 1939 από τον φασίστα Φράνκο καταλήγοντας με μία βαλίτσα σε έναν καταυλισμό προσφύγων και φτιάχνοντας τη ζωή τους από την αρχή. Για τους γονείς του πατέρα του, που έφυγαν κυνηγημένοι το 1911 από τη φτώχεια της Σαρδηνίας για να δουλέψουν σκληρά στη Μασσαλία χωρίς να γνωρίζουν τι τους ξημερώνει. «Αυτή είναι η ζωή του μετανάστη. Πας εκεί που πρέπει να πας. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις» λέει ο ίδιος.

Και εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια. Λέει για το οικόπεδο που αγόρασαν με χίλια βάσανα οι παππούδες του στους λόφους πάνω από την πόλη, για να χτίσουν οι ίδιοι το σπίτι που θα στέγαζε την οικογένειά τους. Και μέχρι να το τελειώσουν, έμεναν όλοι σε μία σπηλιά που υπήρχε στα γύρω βράχια.

Μία ταράτσα

«Πρώτα έφτιαξε κάτι σαν εσοχή. Μετά μία μικρή ταράτσα. Και πάνω σε αυτή, το σπίτι όπου έμειναν οι γονείς μου. Σε αυτό το σπίτι μεγάλωσα. Μία από τις αναμνήσεις μου εκείνα τα χρόνια είναι ότι έπρεπε να κουβαλήσω 10 σακιά άμμο από τον δρόμο πάνω στον λόφο για το σπίτι που ακόμα χτιζόταν και μόνο τότε μου επιτρεπόταν να φύγω για να πάω να παίξω ποδόσφαιρο. Αυτή είναι η οικογένειά μου. Η ιστορία μου. Η ψυχή μου. Οταν με ρωτούν γιατί έπαιζα ποδόσφαιρο με τον τρόπο που έπαιζα αυτή είναι η απάντηση: Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή, ναι. Αλλά και η ζωή μπορεί να δώσει νόημα στο ποδόσφαιρο. Και για αυτό μοιράζομαι και την ιστορία μου. Για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Ζούμε σε άγριους καιρούς γεμάτους φτώχεια, πολέμους και μετανάστευση. Το ποδόσφαιρο γεννιέται κάθε μέρα στη φτώχεια. Οι φτωχογειτονιές χρειάζονται το ποδόσφαιρο. Αλλά το σημερινό επιχειρηματικό μοντέλο διοίκησης το αγνοεί τόσο πολύ».

Ο Ερίκ Καντονά κάνει μία μεγάλη προσπάθεια να χρηματοδοτήσει ακριβώς αυτό το ποδόσφαιρο ως μέλος της Common Goal, μιας οργάνωσης που έχει ως αποστολή την απελευθέρωση ποσοστού 1% από τον συνολικό τζίρο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου για την ανάπτυξή του σε περιοχές και σε ανθρώπους που έχουν τη δίψα, το ταλέντο αλλά όχι τα μέσα να παίξουν, να δουν ή και να δουλέψουν για το άθλημα. Και σε αυτή την προσπάθεια τα πρώτα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά: «Ηδη περισσότεροι από 60 ποδοσφαιριστές διαθέτουν το 1% των αμοιβών τους στην Common Goal. Και το πιο ευχάριστο είναι ότι πρόκειται για ποδοσφαιριστές μεγάλων αλλά και μικρών συλλόγων, πλούσιους και όχι τόσο πλούσιους, γυναίκες και άνδρες. Και έτσι πρέπει να είναι. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι για όλους. Ολοι μας, πλούσιοι ή φτωχοί, μετανάστες ή ντόπιοι 10ης γενιάς, το απολαμβάνουμε το ίδιο. Νιώθουμε τα ίδια συναισθήματα. Στο γήπεδο όλοι μιλάμε την ίδια γλώσσα».

Ελεύθερος

Ο Γάλλος θυμάται: «Ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον ήταν εξπέρ σε ένα πράγμα: Οταν μπαίναμε μέσα, ανεξάρτητα από το πόσες ώρες είχαμε σπαταλήσει στην προπόνηση και τα συστήματα, μας άφηνε ελεύθερους. Νιώθαμε εντελώς ελεύθεροι να κινηθούμε όπου θέλουμε και να παίξουμε όπως θέλουμε. Δεν μπορώ να δώσω άλλη ερμηνεία στο ποδόσφαιρο. Ποδόσφαιρο σημαίνει να νιώθεις ελεύθερος».

Καλή τύχη στη νέα σου αποστολή αδερφέ.