Ενας Ερντογάν σημαντικά ενισχυμένος από την υπόθεση Κασόγκι υποδέχεται αύριο στην Κωνσταντινούπολη τους ηγέτες της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, για μια τετραμερή Σύνοδο Κορυφής αφιερωμένη στη Συρία: την κατάσταση στην Ιντλίμπ, το τελευταίο οχυρό της συριακής αντιπολίτευσης, και την (μακρινή ακόμα) προοπτική μιας πολιτικής διευθέτησης του πολέμου που ρημάζει τη χώρα από το 2011. Σημαντικές αποφάσεις δεν αναμένονται, η Μόσχα ξεκαθάρισε πως πρόκειται για μια «άριστη ευκαιρία να συγκρίνουμε σημειώσεις, να ανταλλάξουμε απόψεις και να αναζητήσουμε πιθανούς τομείς συνεργασίας». Και μόνο η διεξαγωγή της συνόδου, ωστόσο, θεωρείται σημαντική διπλωματική επιτυχία για καθέναν από τους ηγέτες που συμμετέχουν – και περισσότερο, για τον τούρκο πρόεδρο. Τόνοι μελάνης έχουν ήδη χυθεί για το παιχνίδι που παίζει και τα οφέλη που προσδοκά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναλαμβάνοντας τον ρόλο του υπ’ αριθμόν 1 κατήγορου του Ριάντ, και δη του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, στην υπόθεση της δολοφονίας του διαφωνούντος δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι μέσα στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη: περιθωριοποίηση ενός σημαντικού περιφερειακού αντιπάλου, προώθηση του στόχου του να καταστήσει την Τουρκία κυρίαρχη σουνιτική μουσουλμανική δύναμη, εκμαίευση οικονομικής βοήθειας τόσο από τη Σαουδική Αραβία όσο και από τις ΗΠΑ… Ο τούρκος πρόεδρος σέρνει τον χορό των καταγγελιών, περνώντας όμως σταθερά το μήνυμα ότι γνωρίζει περισσότερα από όσα λέει – δεν τον συμφέρει άλλωστε να δημιουργήσει μια οξεία διπλωματική κρίση με το Ριάντ, περισσότερο θέλει να δει τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν να εκπίπτει από την εξουσία. Δύο πηγές του Reuters υποστήριξαν χθες ότι η διευθύντρια της CIA, Τζίνα Χάσπελ, άκουσε κατά την επίσκεψή της στην Τουρκία αυτή την εβδομάδα το διαβόητο ηχητικό ντοκουμέντο της δολοφονίας που υποστηρίζουν ότι διαθέτουν οι τουρκικές Αρχές. Γεγονός παραμένει πως ο Ερντογάν εισήλθε σε αυτή την κρίση αποδυναμωμένος, με την Τουρκία σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας και διπλωματικής απομόνωσης, και βγαίνει ακόμα ισχυρότερος. Η αυριανή τετραμερής σύνοδος είχε προαναγγελθεί από τον τούρκο πρόεδρο το καλοκαίρι, η συμμετοχή του Εμανουέλ Μακρόν και της Ανγκελα Μέρκελ ωστόσο επισημοποιήθηκε μόλις την περασμένη εβδομάδα, με τον πρώτο να θέτει ως όρο τη μη διεξαγωγή στρατιωτικής επίθεσης στην Ιντλίμπ.

Στις 17 Σεπτεμβρίου, σε μια περίοδο που ο πλανήτης φοβόταν πολύ μια τέτοια επίθεση από τις δυνάμεις του Ασαντ και τους συμμάχους του, τη Ρωσία και το Ιράν, Πούτιν και Ερντογάν συμφώνησαν στο Σότσι στη δημιουργία μιας αποστρατικοποιημένης ζώνης ανάμεσα στα (φιλο)κυβερνητικά στρατεύματα και τους αντάρτες. Η διορία που είχε δοθεί στους τζιχαντιστές της Ιντλίμπ να εγκαταλείψουν την επίμαχη ζώνη παρήλθε στις 15 Οκτωβρίου χωρίς αποτέλεσμα, Ρωσία και Τουρκία ωστόσο τους έδωσαν επιπλέον χρόνο.

Και οι τέσσερις συμμετέχοντες στη σύνοδο επιθυμούν τη διατήρηση της εκεχειρίας στην Ιντλίμπ. Βερολίνο και Παρίσι, που έπαιζαν μέχρι τώρα δευτερεύοντα έως μηδαμινό ρόλο στη Συρία, ενδιαφέρονται πρωτίστως να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ανθρωπιστικής καταστροφής και ενός νέου μαζικού κύματος προσφύγων, που θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα και την Ευρώπη. Η Αγκυρα θέλει την παρουσία των ευρωπαϊκών κρατών ώστε να εξισορροπήσει τη ρωσική και ιρανική πλευρά στη συριακή διαδικασία. Για τη Μόσχα, η σύνοδος είναι μια ακόμα ευκαιρία να επιδείξει πόσο εκτός παιχνιδιού έχουν μείνει εν προκειμένω οι ΗΠΑ. Τουρκία και Ρωσία θέλουν όμως και να συμπεριλάβουν την Ευρώπη στη μεταπολεμική προσπάθεια ανοικοδόμησης της Συρίας – το κόστος υπολογίζεται στα 400 δισ. δολάρια. Οσο διαφορετικά και αν παραμένουν, τα συμφέροντα και οι στόχοι των τεσσάρων σε κάποια σημεία συγκλίνουν. Οπως επισημαίνει ωστόσο ο Ντιντιέ Μπιγιόν, αναπληρωτής διευθυντής του γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS), «η διεξαγωγή της συνόδου δεν σημαίνει ότι θα προκύψουν ως διά μαγείας πραγματικές λύσεις. Μπορεί το καθεστώς Ασαντ και οι σύμμαχοί του να έχουν κερδίσει ουσιαστικά τον πόλεμο, το θέμα όμως είναι τώρα να κερδίσουν την ειρήνη».