Με ορατή την πιθανότητα της νίκης του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία την Κυριακή, ο ακροδεξιός υποψήφιος Ζαΐρ Μπολσονάρο αντιμετωπίζει πίεση από διάφορες ομάδες που τον υποστηρίζουν να υλοποιήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις. Από τους υπερσυντηρητικούς ψηφοφόρους έως τους ευαγγελικούς χριστιανούς, τους αγρότες και το λόμπι των όπλων, του υπενθυμίζουν από τώρα πως πρέπει να προωθήσει τα ειδικά τους συμφέροντα.
Για παράδειγμα, η επιχειρηματίας Σίρλεϊ Σάντος λέει πως δεν έχει άλλη επιλογή από το να ψηφίσει τον Μπολσονάρο, καθώς η εταιρεία της με είδη πολυτελείας υποφέρει από τα χρόνια της ύφεσης και δεν θέλει σε καμία περίπτωση να εκλεγεί ο υποψήφιος του Εργατικού Κόμματος που βρίσκεται εδώ και δύο δεκαετίες στην εξουσία. «Δεν νομίζω ότι ο Μπολσονάρο είναι ο καλύτερος, δεν νομίζω ότι θα αλλάξει τη χώρα, όμως δεν θέλω να συνεχίσει το Εργατικό Κόμμα να κυβερνά», λέει, εκφράζοντας εκατομμύρια συμπατριώτες της που φαίνεται ότι θα στηρίξουν την Κυριακή τον Μπολσονάρο για να γίνει ο επόμενος πρόεδρος της Βραζιλίας.
Εάν κερδίσει ο πρώην αξιωματικός του στρατού, η ακραία ρητορική του οποίου προκαλεί συγκρίσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ, θα αναλάβει να κυβερνήσει μια χώρα με μεγάλη πολιτική πόλωση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς που έχει άμεση ανάγκη μεγάλων οικονομικών μεταρρυθμίσεων ώστε να μην ξαναβουλιάξει σε κρίση. Ο επτά φορές γερουσιαστής δεν έχει κρύψει τον θαυμασμό του για τη δικτατορία της περιόδου 1964-1985, έχει ταχθεί υπέρ της χρήσης βασανιστηρίων και έχει κάνει πολλές εχθρικές δηλώσεις για τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους και τους μαύρους.
Ομως η πλειοψηφία των βραζιλιάνων ψηφοφόρων δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για αυτές τις ακραίες θέσεις. Θέλουν να χρησιμοποιήσουν το αποτέλεσμα ως «μπάλα κατεδάφισης» για να διαλυθεί ένα πολιτικό κατεστημένο που φαντάζει απόλυτα διεφθαρμένο και ανίκανο. «Ο Μπολσονάρο έχει γίνει σημείο σύγκλισης μεταξύ πολλών και πολύ διαφορετικών απόψεων, που ως κοινό έχουν την απογοήτευση από ένα σάπιο πολιτικό σύστημα», εξηγεί στους «Financial Times» ο Ντανιέλ Αράο Ρέις, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νιτερόι. Οποιοι και αν είναι οι λόγοι για την πιθανή νίκη του, οι αναλυτές εμφανίζονται διχασμένοι για το εάν η προεδρία Μπολσονάρο θα απειλήσει το πιο δύσκολο επίτευγμα της σύγχρονης Βραζιλίας – τη δημοκρατία. Στο πολιτικό στυλ τουλάχιστον, ο 63χρονος πολιτικός έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά των λαϊκιστών που διαπρέπουν αυτή την εποχή σε διάφορα σημεία του κόσμου. Συνηθίζει να σοκάρει τους δημοσιογράφους με τις προκλητικές του δηλώσεις. Εχει πει πως πιστεύει ότι το μεγαλύτερο λάθος της χούντας ήταν ότι δεν σκότωσε αρκετό κόσμο και έχει πει επίσης ότι εάν εκλεγόταν πρόεδρος θα έκλεινε την ίδια ημέρα το Κογκρέσο. Μόλις πριν από λίγες ημέρες ανέφερε σε ομιλία του ότι «τα στελέχη του Εργατικού Κόμματος θα εκδιωχθούν από τη χώρα» και ότι ο αντίπαλός του Φερνάντο Χαντάντ θα κλεισθεί φυλακή. Ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ο πολιτικός επιστήμονας του Στάνφορντ, έχει χαρακτηρίσει τον Μπολσονάρο «απειλή για τη δημοκρατία».
Αυτόν τον φόβο δεν τον μοιράζονται όλοι. Κάποιοι αναλυτές πιστεύουν πως τέτοιου είδους απειλές είναι υπερβολικές, θεωρώντας ότι η ανεξάρτητη ομοσπονδιακή αστυνομία και το δικαστικό σώμα θα αντέξουν τις όποιες πιέσεις. Η πεποίθησή τους είναι πως η Βραζιλία διαθέτει ισχυρούς θεσμούς. Μένει να φανεί εάν πραγματικά θα αντέξουν.
«Ζούμε ήδη τη γενοκτονία του μαύρου πληθυσμού»
Αλλοι πάντως θεωρούν ότι ο Μπολσονάρο θα ασχοληθεί πρώτα με τα κοινωνικά ζητήματα για να ικανοποιήσει τους υποστηρικτές του: θα διευκολύνει την ιδιοκτησία όπλων, θα χαλαρώσει τους κανονισμούς για την αστυνομία σε ένοπλες συγκρούσεις με εγκληματίες και θα μειώσει την ηλικία εγκληματικής ευθύνης για τους νέους. Τα δύο τελευταία έχουν ήδη προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στους πολίτες μιας χώρας που έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά δολοφονιών από αστυνομικούς στον κόσμο. Η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων τους είναι νεαροί μαύροι. «Ζούμε ήδη τη γενοκτονία του μαύρου πληθυσμού», λέει ο Αντιλσον Μορέιρα, καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.