Ολα έγιναν πολύ ήσυχα. Αμέσως μόλις αναγγέλθηκε στον Μεταξά η νυχτερινή επίσκεψη του ιταλού πρεσβευτή στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, εκείνος ήξερε ότι η Ελλάδα απειλούνταν με πόλεμο. Ο Μεταξάς τον δέχθηκε και ο Γκράτσι τού επέδωσε ένα μακροσκελές κείμενο στο οποίο η Ιταλία απαιτούσε από την Ελλάδα, με τη μορφή πολεμικού τελεσιγράφου, να της επιτρέψει την άνευ αντιστάσεως διέλευση στρατευμάτων από το έδαφός της. Το τελεσίγραφο έληγε περίπου σε τρεις ώρες, στις 6 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αμέσως μετά την εκπνοή του, οι ιταλικές δυνάμεις θα εισέβαλλαν.

Μετά τον τορπιλισμό της «Ελλης» στις 15 Αυγούστου 1940, ο Μεταξάς ήταν «έτοιμος από καιρό» για μια τέτοια στιγμή. Είχε λάβει τις αποφάσεις του πολύ προτού εμφανιστεί ο Γκράτσι στην πόρτα του σπιτιού του. Η απάντηση που έδωσε στον ιταλό πρεσβευτή έγινε ο μεγαλύτερος θρύλος στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία: ο Μεταξάς απέρριψε αμέσως και κατηγορηματικά το τελεσίγραφο, αλλά όχι με τη λεκτική χρήση τού «όχι» με την οποία η απάντηση αυτή καταγράφηκε από την πρώτη ώρα, συμπυκνωμένα πλην με ουσιαστική ιστορική πιστότητα, στη συλλογική μνήμη. Το Οχι είναι η κωδικοποίηση της απάντησης του Μεταξά που από τα χαράματα της ίδιας ημέρας κυριάρχησε απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδας. Η φράση που εκείνος φέρεται να είπε στα γαλλικά με ηρεμία στον Γκράτσι είναι: «Alors, c’est la guerre», δηλαδή «Λοιπόν, είναι πόλεμος». Με αυτά τα λόγια τελείωσαν η συνομιλία και η επίσκεψη. Αφού οδήγησε τον ιταλό πρεσβευτή ευγενώς προς την έξοδο, ετοιμάστηκε και αναχώρησε και ο ίδιος αμέσως για το υπουργείο Εξωτερικών, όπου τον περίμεναν τα μέλη της κυβέρνησης και οι αρχηγοί του στρατού. Είχε ενημερώσει εν τω μεταξύ τον βασιλέα Γεώργιο Β’ καθώς και τον βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα και αφού περιέγραψε την επίσκεψη στους συνομιλητές του ζήτησε τις παραιτήσεις όσων δεν συμφωνούσαν με την απάντησή του. Ουδεμία παραίτηση υπεβλήθη. Η Ελλάδα σύσσωμη και αποφασισμένη βρισκόταν πια σε πόλεμο.

Πολύ προτού συνεγερθούν τα πλήθη στην Αθήνα από τους ήχους των σειρήνων, τα διαγγέλματα του Γεωργίου Β’ και του Μεταξά, το κάλεσμα του ραδιοφώνου και των έκτακτων εκδόσεων των εφημερίδων, και ξεχυθούν σε μαζικές εκδηλώσεις ενθουσιασμού για την απόφαση να πολεμήσει η πατρίδα για την ελευθερία της, στο Καλπάκι, στα σύνορα της χώρας με την Ιταλία, στη γραμμή Ελαίας – Καλαμών, ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε ήδη εκδώσει την ιστορική ημερησία διαταγή προς τους άνδρες του και είχε ήδη παρατάξει τις δυνάμεις του σε θέση μάχης. Στη διαταγή του καλούσε τους άνδρες του να πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις για τη σωτηρία της πατρίδας και τους γνωστοποιούσε ότι δεύτερη γραμμή αμύνης δεν υπήρχε, ότι εκεί θα νικούσαν ή εκεί θα πέθαιναν.

Το αρχηγείο του Κατσιμήτρου δεν είχε σε τίποτε να κάνει με το αρχηγείο των Ιταλών: στην επιχείρηση εισβολής, την οποία επέβλεπε ο ίδιος ο Μουσολίνι από το μεγαλόπρεπο παλάτσο του στη Ρώμη, ο Κατσιμήτρος θα απαντούσε μέσα από μια σπηλιά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, την οποία, έχοντας φυσικό πλεονέκτημα το σχήμα πετάλου με δύο εξόδους, επέλεξε ως επιχειρησιακό αρχηγείο. Από εκείνο το ταπεινό αυτοσχέδιο κέντρο επιχειρήσεων μέσα στα έγκατα του βουνού και της γης, που ο ίδιος και οι άνδρες του είχαν τώρα κληθεί να υπερασπιστούν, ο Κατσιμήτρος και η 8η Μεραρχία θα έγραφαν ένα από τα ενδοξότερα κεφάλαια στην Ιστορία του Ελληνισμού συνολικά, το οποίο μόνο με τον Μαραθώνα θα μπορούσε να συγκριθεί: με υποδεέστερες τεχνικά δυνάμεις και με τρομερές ελλείψεις σε υλικό πάσης μορφής, οι πολεμιστές της ελευθερίας της Ελλάδας όχι μόνο θα απέκρουαν τον υπερφίαλο εισβολέα, αλλά σύντομα θα τον έτρεπαν σε φυγή στο βάθος του αλβανικού εδάφους και θα απελευθέρωναν τη Βόρεια Ηπειρο. Το μέγα Αλβανικό Επος της Ελλάδας θα άφηνε άφωνο ολόκληρο τον κόσμο, εχθρούς και φίλους, λαούς και κυβερνήτες. Η ελευθερία θα νικούσε την υποδούλωση και η δόξα των Ελλήνων θα ξαναζούσε σε όλο της το συγκλονιστικό μεγαλείο.