Η οικονομική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα έχει πολλαπλασιάσει το μέγεθος και τη σημασία των διασπορικών της κοινοτήτων, δεδομένου, αφενός, του κύματος φυγής των πλέον παραγωγικών, νέων και μορφωμένων στρωμάτων του πληθυσμού, αφετέρου του αυξανόμενου κοινωνικού και επαγγελματικού κεφαλαίου που αποκτά ο πληθυσμός αυτός λόγω της αναζήτησης καλύτερων ευκαιριών. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στο διάστημα 2010-2016 έχουν εξέλθει από τη χώρα 718.423 πολίτες. Δεδομένου ότι ο ρυθμός εξόδου έχει σταθεροποιηθεί στους 100.000 ετησίως τα τελευταία χρόνια, το πιθανότερο είναι ότι ο αριθμός αυτός σήμερα πλησιάζει τα 900.000 άτομα.
Μολαταύτα, δεν παρατηρείται ανάλογη κινητικότητα στον πολιτικό λόγο της Διασποράς, τα δικαιώματα και τις δυνατότητες της συμμετοχής της. Παλαιά και νέα κύματα των ελλήνων κατοίκων εξωτερικού αδυνατούν να ασκήσουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές από τις χώρες παραμονής τους, κάτι το οποίο στην ευρωπαϊκή τουλάχιστον έννομη τάξη, καθώς και στη συντριπτική πλειοψηφία των Υψηλά Συμβαλλόμενων Mερών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί κοινό τόπο. Η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν δίνει τη δυνατότητα αυτή είναι η Ελλάδα.
Το ζήτημα της διευκόλυνσης της ψήφου εξ αποστάσεως αποτελεί ένα ευρύτερο δικαιωματικό ζήτημα που, αν και αποσπασματικά, φοβικά και αμήχανα, απασχολεί την ελληνική πολιτεία από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Παρά τις νομοθετικές προτάσεις που υποβλήθηκαν, η εκλογική συμμετοχή των κατοίκων εκτός επικράτειας μέχρι στιγμής δεν ασκήθηκε ποτέ πέρα από τις εκλογές του 1862, οπότε και από τις 103 επαρχίες, εκλογικούς καταλόγους και σωματεία που ανέδειξαν πληρεξούσιους, πάνω από 30 βρίσκονταν εκτός των τότε εθνικών συνόρων. Ετσι, ενώ από το 1984 έλληνες ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους στις ευρωεκλογές, ανάλογη δυνατότητα δεν δίνεται για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Κοινοβούλιο.
Ταυτόχρονα, βέβαια, τα κόμματα – πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, εξάγοντας επιτυχημένα τις πελατειακές τους συνήθειες εκτός συνόρων, εξαγόραζαν έμμεσα αλλά συστηματικά και μαζικά την ψήφο των κατοίκων του εξωτερικού, πληρώνοντας αεροπορικά εισιτήρια για τους δυνάμει ψηφοφόρους τους. Με άλλα λόγια, η ψήφος της Διασποράς ήταν επιθυμητή μόνο στον βαθμό που ήταν χειραγωγήσιμη.
Κατά τα άλλα, το θέμα κατά καιρούς έρχεται στη δημόσια σφαίρα, υπερτονίζοντας τις δυσκολίες και το εξαιρετικό της ελληνικής περίπτωσης σε σχέση με άλλες χώρες, με τη δικαιολογία ότι οι έλληνες πολίτες του εξωτερικού είναι αριθμητικά πάρα πολλοί λόγω του εύκολου της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, οπότε και μπορεί να αλλοιωθεί η εκλογική βούληση των εντός. Οτι δεν είναι πραγματικοί γνώστες των προβλημάτων της χώρας. Οτι δεν δύνανται να ενημερωθούν προεκλογικά. Συχνά η ελληνική Διασπορά παρουσιάζεται με γκροτέσκο τρόπο, εμφορούμενη από νοσταλγία και ισχυρό πατριωτισμό, που – όπως λέγεται – ενδέχεται να εκφραστεί στην κάλπη με ψήφο στην Ακρα Δεξιά. Πέρα από το αβάσιμο, το διχαστικό και το στερεοτυπικό κάποιων εξ αυτών των ενστάσεων, το ότι μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους μέρος των ελλήνων πολιτών δεν συνιστά ικανή συνθήκη προκειμένου να παραμένει εκκρεμές το ζήτημα της άσκησης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ψήφου ες αεί. Στη σημερινή δε συγκυρία της κρίσης και δεδομένου του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα, θα έπρεπε η ελληνική πολιτική τάξη να κόπτεται να δώσει φωνή και τρόπους πολιτικής έκφρασης τουλάχιστον στο μέρος των ελλήνων πολιτών που είναι ήδη εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και που, αν ταξίδευαν στη χώρα την ημέρα των εκλογών, θα μπορούσαν να ψηφίσουν. Γι’ αυτούς ειδικά και δεδομένων των καλών πρακτικών άλλων χωρών και προτάσεων εμπειρογνωμόνων για το θέμα, δεν υπάρχει δικαιολογία.
Η Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Εξετερ. Απόψε στις 18.00 θα πραγματοποιηθεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση εκδήλωση για την πολιτική συμμετοχή της ελληνικής Διασποράς