Επειδή αρκετά λέγονται και γράφονται αυτές τις μέρες (από την ακατανοήτως απαράδεκτη ανακοίνωση του Σταύρου Θεοδωράκη έως τις άθλιες τοποθετήσεις ΣΥΡΙΖΑ και άλλων) θα ήθελα να πω ότι με μια δέσμη από αυστηρά αλλά ορθολογικά κριτήρια πολιτικής ανάλυσης ο Κώστας Σημίτης αξιολογείται (από πλευράς μου οπωσδήποτε) ως ο καλύτερος/αποτελεσματικότερος πρωθυπουργός της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Από το 1978 και μέχρι το 2014 (και αυστηρά θεσμικά μέχρι το 2004) είχα την ευκαιρία ως πρεσβευτής – σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών να συνεργαστώ, συνομιλήσω, συμπράξω με ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας, περιλαμβανομένων όλων των πρωθυπουργών. Πολύ πιο στενά συνεργάστηκα με τον Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργική του θητεία (1996 – 2004) πάνω στα ευρωπαϊκά θέματα.
Το πρώτο, ξεχωριστό χάρισμα που διέκρινε τον Κώστα Σημίτη είναι ότι είχε αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν strategic thinking, στρατηγική, ορθολογική σκέψη. Είχε δηλαδή σαφή στοχευμένη άποψη για το πού ήθελε «να πάει η χώρα» με επεξεργασμένο, ολοκληρωμένο σχέδιο. Δεν είχε πολιτικάντικες, άτακτες, πλαδαρές απόψεις που άλλαζαν από εβδομάδα σε εβδομάδα, από τη μια σύσκεψη στην άλλη, ανάλογα με τις δημοσκοπήσεις ή τις πολιτικές σκοπιμότητες παραμονής στην εξουσία. Η στρατηγική του σκέψη δεν συνιστούσε απλώς ένα ουτοπικό, ωραιοποιημένο ιδεολόγημα, αλλά ένα σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης σχέδιο συγκεκριμένων και καλά επεξεργασμένων στόχων και διαδικασιών (και) για το πώς μπορούσε να υλοποιηθεί. Και το στρατηγικό αυτό σχέδιο είχε κωδικοποιηθεί σε δύο συμπληρωματικούς όρους: «εκσυγχρονισμός» και «εξευρωπαϊσμός». Εκσυγχρονισμός της κοινωνίας, της οικονομίας, του κράτους, του πολιτικού συστήματος, του πολιτιστικού μορφώματος ώστε η Ελλάδα να καταστεί μια νεωτερική, ευρωπαϊκή χώρα, απαλλαγμένη από διαχρονικές παθογένειες, καθυστερήσεις, αγκυλώσεις, αυταρχισμούς, αδιαφάνεια, πελατειακή κομματοκρατία, απαλλαγμένη από δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη. Η περίοδος 1996 – 2004 υπήρξε η μόνη πριν από την εκδήλωση της κρίσης μέσα στην οποία ελλείμματα και χρέος σημείωσαν πτώση. Ο Σημίτης ήθελε με άλλα λόγια να κάνει την Ελλάδα μια «κανονική ευρωπαϊκή χώρα». Ο εξευρωπαϊσμός λειτουργούσε με διπλή έννοια – της βαθύτερης ενσωμάτωσης της χώρας στον εσωτερικό πυρήνα και διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και ως διάσταση του εσωτερικού εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Ο στόχος της βαθύτερης ενσωμάτωσης κατακτήθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ – ευρώ) το 2000, αλλά και σ’ όλες τις άλλες ενοποιητικές διαδικασίες (ευρωπαϊκή άμυνα, καθεστώς Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση ατόμων, κ.λπ.) .
Ετσι όταν το 2004 ο Σημίτης αποχώρησε από την εξουσία, η Ελλάδα ήταν ένα από τα λίγα κράτη – μέλη της Ενωσης που συμμετείχε σ’ όλες τις ενοποιητικές διαδικασίες με ικανότητα να επιτυγχάνει στόχους που έως τότε εθεωρούντο αδιανόητοι, όπως π.χ. η ένταξη της Κύπρου στην Ενωση, που αποτελεί εν πολλοίς «έργο Σημίτη». Σήμερα αποτελεί χώρα – ειδική περίπτωση. Ο εσωτερικός εκσυγχρονισμός κατέγραψε βέβαια σημαντικά βήματα προόδου, αλλά δεν ολοκληρώθηκε σε σταθερή κοινωνική, οικονομική και πολιτική, μη αντιστρέψιμη κατάσταση. Οι ποικίλες αντιστάσεις αποδείχτηκαν πολύ ισχυρότερες. Και βεβαίως η ηθική ακεραιότητα του Κώστα Σημίτη δεν βρήκε το αντίστοιχό της σε όλα μέλη των κυβερνήσεών του. Αλλά για τις οποιεσδήποτε ηθικές παραλήψεις, ατασθαλίες ή αμαρτήματα η ευθύνη παραμένει ατομική.
Κατά τα άλλα οι επιθέσεις εναντίον του μόνο στη μείωση ενός υψηλού μέτρου σύγκρισης αποβλέπουν…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών