Ο χρόνος περνάει. Πέφτουν επάνω του πέτρες, χώματα και τον μπαζώνουν. Και εκεί που νομίζεις ότι κάποια πράγματα χάθηκαν κάτω από την αμείλικτη «σκόνη του χρόνου», έρχεται ένα γεγονός που τα φέρνει στην επιφάνεια. «Ολοζώντανα» και διαυγή. Και εκεί συνειδητοποιείς ότι υπάρχει ένα άλλος είδος χρόνου που διαμορφώνεται από τα συμβάντα. Και φέρνει δίπλα δίπλα ιστορίες που τις χωρίζουν πολλές δεκαετίες.
Οκτώβριος 2018 – Αύγουστος 1953. Χρόνια εξήντα πέντε. Σκρολάροντας στην οθόνη του υπολογιστή για τον σεισμό στη Ζάκυνθο, έπεσα πάνω σε φωτογραφίες από τον σεισμό του 1953. Τόσο κοντά στον πόλεμο που νομίζεις ότι είναι στιγμιότυπα από πολεμικές ανταποκρίσεις. Γκρεμίδια και ερείπια παντού. Κι εκείνο το παγωμένο ύφος των ανθρώπων πέρα από την απελπισία. Μετέωρο ανάμεσα στο παρελθόν και στο απολύτως άδηλο μέλλον. Και φωτογραφίες να σου υπενθυμίζουν ότι η πραγματικότητα στήνει τις καλύτερες φάρσες. Μια πολυθρόνα που ανασύρεται άθικτη μέσα από τα ερείπια ενώ αυτοί που τη χρησιμοποιούσαν θάφτηκαν. Το κλουβί με το πουλί, ό,τι απέμεινε από το βιος ενός ηλικιωμένου. Η υπαίθρια εκκλησία που στήθηκε με μισοκατεστραμμένες εικόνες και, γενικώς, η υπαίθρια καθημερινότητα. Και ένας κύριος μέσα στα χαλάσματα, ντυμένος σαν να πήγαινε σε χοροεσπερίδα.
Βεβαίως, αυτές οι φωτογραφίες, ευτυχώς, δεν έχουν μυρωδιά. Οπως εκείνη που έκανε τον Αλέκο Σακελλάριο να μην μπορεί να ξαναφάει ρίγανη. Δημοσιογράφος τότε, τον είχε στείλει η εφημερίδα του στη Ζάκυνθο να καλύψει τους σεισμούς. Οπως έγραφε αργότερα ο ίδιος, μόλις έφταναν στο νησί, τους έδιναν μάσκες εμποτισμένες στη ρίγανη ώστε να αντέξουν τη δυσωδία που ανέδιδαν τα πτώματα. Και έτσι καταγράφηκε για πάντα στην οσφρητική μνήμη του. Ρίγανη και πτωματίλα μαζί. Και θυμήθηκα κι εκείνον τον γνωστό μου. Φτωχοπιτσιρίκι τότε, μια ζωή στα χωράφια θα δούλευε. Υποσχέθηκε όμως στον εαυτό του ότι αυτός θα έκανε σπίτια που δεν θα έπεφταν με τους σεισμούς. Και σήμερα είναι από τους πιο επιτυχημένους αρχιτέκτονες.