Στο «Κιέριον», την πιο γνωστή από τις ταινίες του Δήμου Θέου, που πέθανε στις 28 Οκτωβρίου, συμμετείχαν ή συνεργάστηκαν ορισμένοι από τους σκηνοθέτες του μετέπειτα «νέου ελληνικού κινηματογράφου»: ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κώστας Σφήκας, ο Κώστας Φέρρης, ο Σταύρος Τορνές, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Γιώργος Πανουσόπουλος κ.ά. Με τον Σταύρο Τορνέ ειδικά τον έδενε μια σχέση αγάπης και αντίδρασης: όταν ο τελευταίος γύριζε το «Μπαλαμός», ο Θέος που τον βοηθούσε στο μοντάζ επέμεινε ότι πρέπει να φτάσει τις πέντε ώρες σε πείσμα του σκηνοθέτη, όπως θυμάται σήμερα ο Σταύρος Καπλανίδης. Ιδιοσυγκρασιακός και αυτόφωτος, ο Θέος θα συνδεθεί με τα πρόσωπα, τα ιδεολογικά ρεύματα και τις τάσεις της εποχής και από ένα σημείο κι έπειτα θα αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς για τους ομότεχνούς του αγγίζοντας τη μυθολογία του καλτ.
Ο Δήμος Θέος γεννήθηκε στα Αγραφα της Καρδίτσας στις 10 Οκτωβρίου 1935. Αρχισε να εργάζεται ως βαφέας σκηνικών στο θέατρο Ακροπόλ (για την ταινία «Εγκλημα στο Κολωνάκι»), ενώ ως σκηνοθέτης θεάτρου ανέβασε το 1958 στο Γαλλικό Ινστιτούτο έργα του Ιονέσκο. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο κινηματογραφικό συνεργείο του σκηνοθέτη και παραγωγού Τζανή Αλιφέρη. Για περισσότερα από 15 χρόνια μάλιστα εργάστηκε ως βοηθός σε ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου.
Η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά είναι το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «100 ώρες του Μάη» (1963), το οποίο συσκηνοθέτησε με τον Φώτο Λαμπρινό. Η ανεξάρτητη παραγωγή περιγράφει την πολιτική και κοινωνική διάσταση της πρόσφατης τότε δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, προβάλλεται στο Φεστιβάλ της Ρουρ και αποσπά εγκωμιαστικά σχόλια από το γαλλικό κινηματογραφικό περιοδικό «Positif». Το 1966 αρχίζει τα γυρίσματα του «Κιέριον», το οποίο ολοκληρώνεται το 1968 και παρουσιάζεται στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ της Βενετίας κερδίζοντας ειδικό βραβείο. Η ταινία περιγράφει την προσπάθεια ενός δημοσιογράφου να βρει τον πραγματικό δολοφόνο ενός αμερικανού δημοσιογράφου, στον φόνο του οποίου το παρακράτος τον κατηγορεί πως συνήργησε (η υπόθεση έχει σαφείς αναφορές στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948).
Προβάλλεται παράλληλα στη γερμανική τηλεόραση, παρουσιάζεται κατ’ επανάληψη στις κινηματογραφικές λέσχες Ιταλίας, Γερμανίας, Γαλλίας και Αγγλίας, ενώ το ενδιαφέρον για την ταινία κορυφώνεται όταν τα «Γαλλικά Τετράδια του Σινεμά» την εντάσσουν επί δύο χρόνια στον κατάλογο των ταινιών «που πρέπει να δει κανείς», όπως μας θυμίζει ο Γιάννης Γεράσης, συγγραφέας και ερευνητής που έχει επιμεληθεί τη μονογραφία «Δήμος Θέος» (Αιγόκερως, 2006) και διατηρούσε στενή συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Το 1974 το «Κιέριον» προβάλλεται στο 15ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τιμάται με το πρώτο βραβείο καλλιτεχνικής ταινίας. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο φεστιβάλ η «Φόνισσα» του Κώστα Φέρρη, στο σενάριο της οποίας είχε συμμετάσχει ο Θέος.
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ. «Μετά τη Μεταπολίτευση ο σκηνοθέτης επιστρέφει από τη Γερμανία, όπου παρέμεινε επί τέσσερα χρόνια, και αρχίζει την προετοιμασία της “Διαδικασίας”», συνεχίζει ο Γεράσης, «με την οποία επιχειρείται η νέα ανάγνωση της αρχαίας τραγωδίας (“Αντιγόνη”) στη βάση των σχέσεων μητρόπολης – περιφέρειας. Ενδεικτικό της σπουδαιότητας που αποδίδει στο θέμα είναι το γεγονός ότι μόλις είκοσι χρόνια μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ ο σκηνοθέτης εντάσσει τη γραφή της Γραμμικής Β’ στην ταινία. Δυστυχώς, η ταινία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια εχθρική στάση που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της προβολής στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης (1976) και δεν έτυχε της προσοχής που της άξιζε. Η προβολή της στο Φεστιβάλ του Πέζαρο την ίδια χρονιά θα γίνει δεκτή με ενθουσιασμό, ο δε σκηνοθέτης Γκλούγκε (που συμμετείχε κι αυτός) δεν μίλησε για την ταινία του αλλά για τη “Διαδικασία”». Θα ακολουθήσουν οι ταινίες «Καπετάν Μεϊτάνος, η εικόνα ενός μυθικού οπλαρχηγού» (1987) και «Ελεάτης ξένος» (1995), με την οποία θα κλείσει και ο κινηματογραφικός του κύκλος. Στην ταινία επιχειρείται η σύνδεση της προσωκρατικής πολιτικής σκέψης με την πολιτική πραγματικότητα, με εμφανή ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Από το 1974 έως το 1990 γυρίζει και αρκετά ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ: το «Σουρεαλιστικό happening», αφιερωμένο στον ευρωπαϊκό και ελληνικό υπερρεαλισμό, με έμφαση στους μεγάλους έλληνες ποιητές (Σαχτούρης, Παπαδίτσας, Εμπειρίκος) και στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, αλλά και τη σειρά «Ελληνισμός και Δύση». Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το ντοκιμαντέρ «Σταύρος Τορνές: ο ρωπογράφος της Διασποράς». Στο ίδιο διάστημα συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες («ΤΑ ΝΕΑ», «Εικαστικά», «Σύναξη», «Μονόκερως»), όπου δημοσιεύει άρθρα σχετικά με την αισθητική του κινηματογράφου (μεγάλο μέρος τους περιλήφθηκε στην έκδοση «Ο κινηματογράφος ως μαθητεία και βίωμα», New Star, 2015). Παράλληλα, επί περίπου δέκα χρόνια δίδαξε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου της Χατζίκου. Τέλος, στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται δύο νουβέλες, ο «Μανιάκ Μπέης» (Οδυσσέας, 1994) και «Οχτώ και δέκα επιχειρήματα για την αιωνιότητα του χρόνου» (Κάκτος, 2018). Στο δεύτερο ερευνά την περίοδο του νεοπλατωνισμού, ιδιαίτερα της τελευταίας περιόδου, του 529, όταν κλείνει η Ακαδημία του Πλάτωνα με διάταγμα του Ιουστινιανού.
Η νεκρώσιμος ακολουθία θα γίνει σήμερα Τρίτη στις 12.30 από το Νεκροταφείο Βύρωνα