Με περίπου χίλιες παραστάσεις τη σεζόν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας (εντάξει, υπολογίζουμε και αυτές που ανεβαίνουν σε διαμερίσματα και μπαρ), φυσικό είναι οι επονομαζόμενες «επίσημες πρεμιέρες» να έχουν στρογγυλοκαθίσει στην ατζέντα των κοσμικών events της πόλης. Αυτές ακριβώς οι τελευταίες λέξεις αρχίζουν και περιγράφουν ένα θέμα που, από εξαίρεση, τείνει να γίνει κανόνας. Τουλάχιστον για ένα τμήμα – όχι μεγάλο, αλλά ούτε και μικρό – της αξιολογότατης θεατρικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων.

Τι σχέση έχει το θέατρο με τα κοσμικά events; Είναι άραγε φυσικό να βλέπω μια φωτογραφία αυτοσυστηνόμενων celebrities και να παίζουν οι ίδιες πιθανότητες αυτά τα «χαμόγελα των πορσελάνινων προσόψεων» να έχουν συναντηθεί σε θεατρική πρεμιέρα, επίδειξη μόδας ή παρουσίαση των νέων τηγανιών γνωστής εταιρείας; Είναι στο πλαίσιο του «όλα συνυπάρχουν στη ζωή» να κάθονται πλάι πλάι στην πλατεία ο Βασίλης Παπαβασιλείου, η Λυδία Κονιόρδου και «γνωστή ξανθιά πανελίστρια»; Καταλαβαίνω βέβαια ότι αυτά εκπορεύονται από την ανάγκη του θεατρικού επιχειρηματία να κοπούν εισιτήρια, ειδικά στους δύσκολους, οικονομικά, καιρούς μας. Αλλά πείτε μου, σας παρακαλώ, ποιος είναι αυτός ο Αθηναίος που θα δει, για παράδειγμα, τον Ντάνο από το «Survivor» σε μια πρεμιέρα και το πρώτο που θα σκεφτεί είναι «ε, αφού πήγε ο Ντάνος από το “Survivor”, να ρίξω κάτι επάνω μου και να τρέξω να προκάμω αυτό το θεατρικό αριστούργημα» (ο μόνος αθώος του αίματος στην παραπάνω περίπτωση είναι ο Ντάνος που πριν από λίγο καιρό σηκώθηκε και έφυγε μεγαλοπρεπέστατα στο διάλειμμα μιας παράστασης).

Μετά, είναι και κάτι ακόμη. Σε αυτές τις πρεμιέρες καλούνται και επαγγελματίες που έχουν σχέση με το αντικείμενο και τους ενδιαφέρει πραγματικά η παράσταση. Για παράδειγμα, νέοι συνάδελφοί μου που, με τους πετσοκομμένους μισθούς μας, αυτή η δωρεάν είσοδος είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτη. Γιατί θα πρέπει, για να μπουν στην αίθουσα, να περιμένουν στριμωγμένοι πίσω από τηλεοπτικά συνεργεία μέχρι η, χαριτωμένη κατά τα άλλα, Κωνσταντίνα Σπυροπούλου (τυχαία η αναφορά) να κάνει δηλώσεις για ένα έργο που δεν έχει ακόμη δει; Ή να πηγαίνουν από τις οκτώμισι, όπως ορίζει η πρόσκληση και προκειμένου να φωτογραφιστούν όλα τα δευτεροσελέμπριτι, και η παράσταση να αρχίζει μετά τις δέκα; Και τα χρήματα του εισιτηρίου που γλιτώνουν να τα δίνουν σε διπλή ταρίφα στα ταξί διότι όταν πια βγαίνουν από το θέατρο δεν υπάρχουν συγκοινωνίες; Προς τους αγαπητούς μου φίλους επί των δημοσίων σχέσεων θεάτρων, πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες. Ας σεβαστούμε όλοι – δημιουργοί και θεατές – λίγο το θέατρο. Αν θέλουμε βέβαια να μας σέβεται και αυτό.

Το στέκι του Μάνου Χατζιδάκι

Ο Μαγεμένος Αυλός είναι μαζί με το Κεντρικόν (που θα επαναλειτουργήσει μετά τα Χριστούγεννα) και τον Φιλίππου στην Ξενοκράτους στο Κολωνάκι τα παλαιότερα εστιατόρια της Αθήνας. Αναφέρομαι σε εστιατόρια και όχι σε ταβερνεία και κουτούκια τύπου Μπακαλιαράκια στην Πλάκα (ωστόσο πάσα διόρθωση ευπρόσδεκτη – μου αρέσουν οι παρατηρήσεις, διορθώνομαι). Ανοιξε το 1961, πριν καν μπαζωθεί ο Ιλισός, έχει όμως μια βασική διαφορά από τα καθιερωμένα αστικά εστιατόρια εκείνης της εποχής με τα λευκά τραπεζομάντιλα που, δυστυχώς, έχουν πλέον κλείσει. Αποτελούσε τη νουβοτέ της εποχής. Με διάκοσμο βασισμένο στις ξύλινες επενδύσεις και επιφάνειες που παρέπεμπε στο πολύ μοδάτο ρουστίκ εκείνης της εποχής, έφερε και τη νεοαστική κουζίνα. Δηλαδή τις συνταγές που άρχισαν να υιοθετούν, ύστερα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι αθηναίες νοικοκυρές. Τα σνίτσελ, οι κροκέτες, οι κοτολέτες, οι σάλτσες με τα γαλλικά ονόματα διεκδίκησαν τότε δυναμικά και κέρδισαν τη θέση τους δίπλα στα παραδοσιακά λαδερά και λοιπά μαγειρευτά της προηγούμενης γενιάς.

Αυτήν την κουζίνα πρότεινε τότε ο Αυλός. Που έγινε το αγαπημένο εστιατόριο σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, της τέχνης και της διανόησης. Κυρίως όμως συνδέθηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι (κι ας σταματήσει κάποτε η εκμετάλλευση του ονόματός του από στέκια όπου υποτίθεται ότι σύχναζε). Στα τραπέζια του έγραψε κείμενα και τραγούδια, εκεί τσακώθηκε, συμφώνησε, συμφιλιώθηκε με αγαπημένα του πρόσωπα. Τρώγοντας συνήθως κροκέτες παρμεζάνας και κρέπες τιτιζέ με κοτόπουλο, μπέικον και ντομάτα.

Ο Αυλός συνεχίζει την παράδοση που δημιούργησε. Με τα κλασικά του πιάτα, τα πατροπαράδοτα ελληνικά και προτάσεις που καλύπτουν και τα πιο πρόσφατα διαμορφωμένα γούστα. Και αντιστέκεται σθεναρά προτάσσοντας την ιστορικότητά του απέναντι σε ασυνάρτητα μπαροειδή που κατακλύζουν το «κάτω» Παγκράτι.

Ο θαυμαστός κόσμος των ζώων

Ο Κοκτό έλεγε να μην κατηγορούμε τη μόδα γιατί, η καημένη, πεθαίνει πολύ νέα. Αυτή η τελευταία μόδα όμως φοβάμαι μην πεθάνει την αισθητική. Δεν φανταζόμουν ότι τα νέα κορίτσια και οι μεγαλοκοπέλες έκρυβαν μέσα τους τόσα άγρια ζώα που περίμεναν τη μόδα των animal prints για να απελευθερωθούν. Λεοπαρδάλεις, τίγρεις, ζέβρες, φίδια, σαύρες, όλα ανακατεμένα πάνω σε σώματα που ματαίως προσπαθούν να διασώσουν τη φόρμα τους. Κορίτσια, με μέτρο!

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΝΟΥΡΗΣ, συγγραφέας

Τι μου αρέσει στην Αθήνα

Πρόσφατα βρέθηκα σε μικρή πόλη της περιφέρειας. Στη συνήθη μεταμεσονύχτιά μου βόλτα ήταν όλα έρημα, γύρισα στο ξενοδοχείο και δεν είχα δει άνθρωπο. Στην Αθήνα δεν συμβαίνει αυτό. Για κάποιον που συχνά τη βγάζει με τα υπολείμματα της νυχτερινής διασκέδασης των άλλων, κάτι θα έχει η πόλη πάντα. Το πρόσωπο ενός κοριτσιού να γελάει πίσω από το τζάμι ενός Εβερεστ, η θλιμμένη αγριάδα ενός χεβιμεταλά στη γραμμή 040, ασώματες – και νυσταγμένες – κεφαλές περιπτεράδων, πεθαμενατζήδες με ελαφρά απόχρωση ίκτερου να περιμένουν τα ευχάριστα, βλοσυροί φρουροί πρεσβειών, στοργικοί καντινιέρηδες – γιατροί της πείνας, δυο ξεχασμένοι μουσικοί του δρόμου που τζαμάρουν για πάρτη τους, ένας μοναχικός σκεϊτμπορντάς στα σκαλάκια… Τα βλέπεις κι η βόλτα σου πάει παρακάτω, μέχρι τη γωνία έχουνε σβήσει στη νύχτα· σαν αφρός. Πρόσωπα διαπορευόμενα, βλέμματα διανυκτερεύοντα.