ργο σε τρεις πράξεις και έξι εικόνες, το «Ξύπνα Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά (1907-1979) είναι μια κωμωδία με κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο και καυστική διάθεση. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά στηρίχτηκε ο Αρης Μπινιάρης και έστησε ένα θέαμα που συνδυάζει το περιεχόμενο, τους προβληματισμούς και την εποχή του έργου αποδίδοντάς τα με μια σύγχρονη, γρήγορη και εξαιρετικά χειροποίητη ματιά. Γραμμένο το 1965, το θεατρικό μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1969 από τον Γιάννη Δαλιανίδη, με τους Γιώργο Κωνσταντίνου, Ελενα Ναθαναήλ, Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο στον ρόλο του ποιητή Φανφάρα.
Ο Βασίλης Βασιλάκης είναι ο συντηρητικός ήρωας του έργου που εργάζεται σε έναν εκδοτικό οίκο και βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον προοδευτικό συνάδελφό του Μάνο. Πολλά είναι αυτά που τους χωρίζουν, με αποκορύφωμα την κόντρα τους για τον ποιητή Φανφάρα… Ωστόσο, όταν η αδελφή του Βασίλη γνωρίσει και παντρευτεί τον Μάνο και αυτός ο τελευταίος κερδίσει το λαχείο που χρόνια κυνηγά ο γαμπρός του, τα πράγματα θα πάρουν «επικίνδυνη» τροπή. Ο κόκορας, σήμα κατατεθέν του πρακτορείου από όπου ο Βασίλης αγόραζε τα λαχεία του, θα γίνει η δεύτερη φύση του.
Ο Αρης Μπινιάρης ανέβασε την κωμωδία του Ψαθά μετατοπίζοντάς τη, χωρίς ωστόσο να την αλλάξει. Η διασκευή, την οποία συνυπογράφει με τη Θεοδώρα Καπράλου, προσέδωσε στη δράση ένταση και δύναμη, παραμένοντας πιστή στο πνεύμα του συγγραφέα. Μειώθηκαν τα πρόσωπα, μεγάλωσε ο ρόλος της μητέρας – διαχρονική μορφή στην ιστορία του έλληνα γιου -, τονώθηκε η πολιτική αντιπαράθεση Αριστεράς – Δεξιάς μέσα από το δίδυμο συντηρητικού – κομμουνιστή και «πειράχτηκε» το τέλος με τρόπο τέτοιο που έδωσε στο έργο μια σύγχρονη χροιά και μια πρωτότυπη νοσταλγική διάσταση.
Το παιχνίδι όμως στο «Ξύπνα Βασίλη» του Εθνικού Θεάτρου γίνεται από τον σκηνοθέτη, που με την κάμερα στο χέρι αλλάζει τη δική μας ματιά πάνω στο έργο. Πίσω από την οθόνη που καλύπτει όλη τη σκηνή, σε ένα σχεδόν άδειο σκηνικό, οι ηθοποιοί παίζουν τους ρόλους τους θεατρικά και ασπρόμαυρα. Ο Μπινιάρης εστιάζει στα κοντινά πλάνα τους. Οι ηθοποιοί, με έντονο ρυθμό στον λόγο τους, με ταχύτητα και ακρίβεια, δημιουργούν μια συνθήκη σχεδόν κυκλική, μια γοητευτική δίνη που συμπαρασύρει τον θεατή. Ο αφηγητής-μουσικός, μέλος της μικρής ζωντανής μπάντας για τρεις, παρέχει τις απαραίτητες σκηνογραφικές οδηγίες. Οταν πέσει η μεγάλη οθόνη και αποκαλυφθούν οι ήρωες με τα χρωματιστά τους κοστούμια, η ατμόσφαιρα του ’60 ολοκληρώνεται: Το ασπρόμαυρο της κάμερας δίνει τη θέση του στο χρωματιστό – με τα ευφάνταστα κοστούμια, τις περούκες και το ανάλαφρο εκείνης της εποχής.
Ο Γιώργος Γάλλος καθορίζει με την ερμηνεία του την παράσταση, καθώς η κωμική υπόσταση του ήρωα εμπλουτίζεται με το δραματικό υπόβαθρο του ηθοποιού. Εξαιρετικός (και) ως κόκορας. Καταιγιστική η Ηρώ Μπέζου ξεδιπλώνει την υποκριτική της γκάμα επιβεβαιώνοντας τις δυνατότητές της. Χαριτωμένη και ουσιαστική. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου προτάσσει στοιχεία καρικατούρας στον ποιητή Φανφάρα με ενδιαφέρον αποτέλεσμα.
Ο Αρης Μπινιάρης με το «Ξύπνα Βασίλη» προσθέτει στη σκηνοθετική του πορεία – «Θείο Τραγί», «1821», «Πέρσες», «Βάκχες» – μια ελληνική κωμωδία κλασικών προδιαγραφών και με τη φρέσκια ματιά του ξεφεύγει από τα ηθογραφικά καλούπια, διατηρώντας ωστόσο το πολιτικό της στοιχείο. Το αποτέλεσμα είναι μια απολαυστική παράσταση.
Οι δεκαετίες του Γιώργου Μιχαλακόπουλου
Εδώ και έξι δεκαετίες ο ηθοποιός, που έκλεισε μέσα στο 2018 τα ογδόντα του χρόνια, παραμένει ενεργός και κυρίως σύγχρονος. Και αυτό είναι το πιο δύσκολο αλλά και το πιο σημαντικό. Με ένα ρεπερτόριο που περιλαμβάνει Αριστοφάνη (έχει παίξει όλες του τις κωμωδίες), Σαίξπηρ, τους μεγάλους κλασικούς του 20ού αιώνα, Τσέχοφ, Μπρεχτ, Πίντερ, Ιονέσκο, αλλά και νεοέλληνες συγγραφείς, καταφέρνει και ανανεώνεται, διατηρώντας μια σταθερή σχέση με το κοινό, προσθέτοντας κάθε φορά νεότερους θεατές.
Από το Θέατρο Τέχνης που ξεκίνησε, με δάσκαλο τον Κάρολο Κουν, δεν άργησε να διαγράψει την προσωπική του πορεία με δύσκολες ή και αντιεμπορικές – ενίοτε – επιλογές και να συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Μίνως Βολανάκης και ο Ανδρέας Βουτσινάς. Και να έχει διάρκεια.
Ο Μιχαλακόπουλος ανήκει στους λίγους, πλέον, καλλιτέχνες της γενιάς του που παραμένουν ενεργοί, διατηρώντας για τον εαυτό του μια πλευρά μαθητείας σε κάθε ρόλο που αναλαμβάνει. Και ίσως εκεί να κρύβεται το «μυστικό» της διαχρονικής θεατρικής του νεότητας. Δουλεύει κάθε ρόλο βήμα-βήμα, σκιαγραφώντας κάθε πτυχή του χαρακτήρα που ενσαρκώνει, καταφέρνοντας να μεταφέρει στη σκηνή το όλον – πολύ πέρα από το φαίνεσθαι. Το ίδιο έκανε στην τηλεόραση, είτε ήταν το «Εκείνος κι εκείνος» είτε οι σειρές του Κώστα Κουτσομύτη, μεταξύ των οποίων ο κορυφαίος «Κίτρινος φάκελος», καθώς και στον κινηματογράφο.
Το θέατρο όμως ήταν και παραμένει η πατρίδα του. «Δούλεψα πολύ, δουλεύω πολύ. Δεν έχω άλλη δουλειά, αυτή έκανα, αυτή κάνω» συνηθίζει να λέει και να το εννοεί. Ενας κανονικός άνθρωπος, ένας ενεργός πολίτης, ένας αφιερωμένος στην τέχνη του. Αυτός ο συνδυασμός, όχι και τόσο συνηθισμένος στις μέρες μας, είναι τελικά που κάνει τη διαφορά…