Ο θεσμός των «μετανοημένων» στην Ιταλία, που έδινε τη δυνατότητα σε ισοβίτες δολοφόνους με πολιτικά κίνητρα, ύστερα από την έκτιση του μεγαλύτερου μέρους της ποινής τους, να εργάζονται εκτός φυλακής κατά τη διάρκεια της ημέρας και να επιστρέφουν στο κελί τους τη νύχτα ή και ν’ αποφυλακίζονται αργότερα υπό όρους, έτυχε ευρείας χρήσης από ηγετικά στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και (ως συνήθως) ευρείας παρεξήγησης από τη ριζοσπαστική Αριστερά στην πατρίδα μας. Εδώ θεωρήθηκε σαν μια παραλλαγή των δικών μας εμφυλιοπολεμικών «δηλώσεων μετανοίας» που έδωσαν την ευκαιρία σε χιλιάδες πραγματικούς ή υποτιθέμενους κομμουνιστές, με μια απλή υπογραφή κάτω από την αποκήρυξη της κομμουνιστικής ιδεολογίας, να γλιτώσουν από το εκτελεστικό απόσπασμα ή να επιστρέψουν από τους τόπους εξορίας σε κάποιας μορφής «κανονικότητα», στρεβλή και κολοβή οπωσδήποτε, καθότι επί δυόμισι δεκαετίες – ουσιαστικά έως την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας το 1974 – κυριαρχούσαν τα «φακελώματα» και ο αποκλεισμός λόγω «κοινωνικών φρονημάτων». Αλλες εποχές, άγριες, και κάθε σύγκριση / προσομοίωση με τη σημερινή εποχή, όταν δεν μαρτυράει ανεπίτρεπτη άγνοια, μαρτυράει αφέλεια, καιροσκοπισμό, υστεροβουλία ή και τον συνδυασμό τους.
Βεβαίως, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι «δηλώσεις μετανοίας» χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία από το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας για την οιονεί ισόβια «ομηρεία» των μελών του. Αρκετές φορές το Κόμμα έδινε εντολή σε κάποια από τα μέλη του να υπογράψουν «δήλωση μετανοίας», προκειμένου να βγουν από τη φυλακή και να επιστρέψουν στην παράνομη ενεργό δράση. Δεν χρειάζεται να είναι κανένας φωστήρας για να κατανοήσει ότι αυτή η εντολή – προφορική, εξυπακούεται – μπορούσε αργότερα να μεταλλαχτεί σε δίκοπο μαχαίρι. Καθώς δεν ήσουν σε θέση ν’ αποδείξεις ότι υπέγραψες κατόπιν εντολής άνωθεν, παρείχες στο Κόμμα τη διακριτική ευχέρεια να κάνει χρήση της «δήλωσής» σου κατά το (εκάστοτε) κομματικό δοκούν και να σου την επισείει ενίοτε ως φόβητρο για να είσαι κομματικά «φρόνιμο παιδί». Το παράδειγμα του Αρη Βελουχιώτη που, από τη μια στιγμή στην άλλη, μεταμορφώθηκε από «λαϊκό ήρωα» στον δηλωσία «Κλάρα ή Μιζέρια», για τον οποίο δεν άξιζε «ούτε νερό ούτε ψωμί», είναι τόσο εύγλωττο αυτό καθαυτό ώστε να μην έχει χρεία περαιτέρω σχολιασμού.
Η περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα μάς οδηγεί σε εξίσου ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Ο «Φαρμακοχέρης» καταδικάστηκε σε ενδεκάκις ισόβια για ισάριθμες δολοφονίες. Οποιος έχει διαβάσει το βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (Λιβάνης, 2014), όπως και τις κατά καιρούς συνεντεύξεις / παρεμβάσεις του, γνωρίζει τον διακαή του πόθο να θεωρηθεί ως ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα που συνδέει – στο φαντασιακό του, τουλάχιστον – τον ΕΛΑΣ και τον Δημοκρατικό Στρατό με το σύγχρονο Αντάρτικο Πόλεων. Προκειμένου να μην αποκαθηλωθεί το δικό του «εικόνισμα» από αυτό το εικονοστάσι, αρνείται πεισματικά να ζητήσει συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων του, ούτε σε στοιχειωδώς «ανθρώπινο» επίπεδο, αφαιρώντας έτσι από τα θύματά του κάθε ανθρώπινη «υπόσταση» και νομιμοποιώντας τους ως καταδικασμένους σε θάνατο πολιτικούς «στόχους» (μονάχα για τον Θάνο Αξαρλιάν έχει ψελλίσει μισή παραδοχή σφάλματος, με τον ανατριχιαστικό όρο «παράπλευρη απώλεια», λες και μιλούσε για ένα καθαρά… εργατικό ατύχημα). Το πείσμα του – ακόμη και να «υποκριθεί» ότι ζητάει συγγνώμη που, ελλείψει Κόμματος αυτή τη φορά, κανένας δεν του δίνει εντολή να το κάνει – δεν είναι ούτε τόσο αθώο ούτε τόσο ανιδιοτελές όσο φαίνεται. Παρέχει το πρόσχημα στους «συντρόφους» του – στον Ρουβίκωνα, μεταξύ άλλων – να εξακολουθούν να μιλούν για έναν «πολιτικό κρατούμενο» που διώκεται για τις «πολιτικές» του «ιδέες». Και από όλες τις ύβρεις στη μνήμη των θυμάτων του, αυτή είναι η πιο αποκρουστική.