Κάποτε ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ διαφωνώντας με τη διαπίστωση του Μπίσμαρκ πως «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», είχε επισημάνει ότι «είναι η επιλογή μεταξύ του καταστροφικού και του δυσάρεστου». Οσοι συνομιλούν με τον αρχηγό της ΝΔ επιμένουν ότι εκείνος μοιάζει να έχει ενστερνιστεί την άποψη της πρωτοπόρας φυσιογνωμίας του αμερικανικού φιλελευθερισμού. Εξού, π.χ., και δεν διστάζει να παραδεχθεί δημοσίως πως προτίθεται να εφαρμόσει πολιτικές που ίσως αποδειχθούν αντιδημοφιλείς, όπως η μείωση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ – την οποία σπεύδει να χαρακτηρίσει και «αδιαπραγμάτευτη». Μια προσεκτική ματιά στο πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκαλύπτει ότι το παραπάνω μέτρο δεν θα είναι το μοναδικό τέτοιου τύπου που θα υλοποιήσει μια διακυβέρνηση Μητσοτάκη.

Οι συνεργάτες του, μάλιστα, διατείνονται ότι η μητσοτακική αυτή πρόθεση δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική φιλοσοφία του γαλάζιου προέδρου. Είναι και μια σαφέστατη πολιτική επιλογή «ώστε αυτός να χτίσει μια στέρεη σχέση εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους, η οποία θα αντέξει στους κραδασμούς που πιθανότατα θα προκληθούν από το ναρκοθετημένο από τον ΣΥΡΙΖΑ σκηνικό που θα παραλάβει». Το μότο του, προσθέτουν οι ίδιες πηγές είναι «όσο λιγότερα ψέματα πεις, τόσο λιγότερα θα βρεις μπροστά σου».

«ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΠΑΡΑ ΑΡΕΣΤΟΣ». Ο Μητσοτάκης, για να το πούμε αλλιώς, έχει μελετήσει πολύ Αλέξη Τσίπρα. Κι αν κάτι φαίνεται να του έχει κάνει εντύπωση είναι πως ενώ κέρδισε μέσα σε 15 μήνες τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, λίγους μήνες αργότερα – σχεδόν 18 από τότε που ξεκίνησε η πορεία του προς την εξουσία – είχε στείλει το κόμμα του στη δεύτερη θέση. Στην ανάλυσή του η δημοσκοπική πορεία του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε αποτέλεσμα της απώλειας του πολιτικού κεφαλαίου του αρχηγού του, εξαιτίας της καλλιέργειας υπέρμετρων προσδοκιών στο εκλογικό σώμα που, ωστόσο, διαψεύσθηκαν. Οπότε προκειμένου να αποφύγει μια πολιτική μοίρα σαν την τσιπρική, ο πρόεδρος της ΝΔ επιλέγει, λένε από το περιβάλλον, να αυτοτοποθετηθεί «στην κατηγορία του χρήσιμου κι όχι του αρεστού πολιτικού».

ΒΑΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ. Εκτός από τη μείωση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις προάλλες στη συζήτηση που είχε με μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας μίλησε και για επαναφορά της βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Προς το παρόν δεν έχει διευκρινιστεί αν αυτή θα είναι το 10, όπως ίσχυε παλιά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι – όπως τονίζουν αρκετοί νεοδημοκράτες – «δεν γίνεται οι έλληνες φορολογούμενοι να πληρώνουν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση κάποιου που γράφει τρία στις εισαγωγικές εξετάσεις».

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΣΩ ΑΣΕΠ. Ενα δεύτερο μέτρο, που θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά αντιδημοφιλές σε μια κρίσιμη εκλογική μάζα, τους δημοσίους υπαλλήλους, είναι η σύνδεση της αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα με την εξέλιξη των υπαλλήλων. Από την Πειραιώς, πάντως, υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση θα γίνεται μέσω ΑΣΕΠ για να διασφαλίζεται η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια στη διαδικασία.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η αναλογία 1 προς 5 που ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει ήδη εξαγγείλει ότι θα εφαρμοστεί στις προσλήψεις στο Δημόσιο. Για κάθε έναν που θα προσλαμβάνεται, δηλαδή, θα πρέπει να έχουν αποχωρήσει πέντε. Αυτό, αναφέρουν οι γαλάζιοι, θα είναι το αντίβαρο για να πετύχουν τις μειώσεις στη φορολογία που έχουν υποσχεθεί.

Οι σχετικές με τον δημόσιο τομέα αλλαγές που επεξεργάζονται στη ΝΔ είναι, σημειώνουν, «κοστολογημένες ως προς την απόδοση που θα μπορούσαν να έχουν», ως προς τα χρήματα, άρα, που δύναται έτσι να εξοικονομήσει το κράτος – και να τα αφαιρέσει από τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών. Το 2016, π.χ., είχαν υπολογίσει ότι από το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων για δύο χρόνια θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν 150 εκατ. ευρώ ετησίως. «Σήμερα» επισημαίνουν «τα χρήματα θα είναι περισσότερα λόγω της αύξησης της μισθολογικής δαπάνης του Δημοσίου επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ». Με αριθμούς σαν τους παραπάνω, λοιπόν, θα ντύνουν το επιχείρημά τους περί χρήσιμης πολιτικής.