Με χαμηλωμένο αρκετά τον πολιτικό πήχη που είχε θέσει από το 2016 ο ΣΥΡΙΖΑ, προχωρά ο Αλέξης Τσίπρας στον νέο σχεδιασμό για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ο βασικός στόχος του Πρωθυπουργού στον δρόμο προς τις εκλογές όμως είναι να στείλει ένα μήνυμα προοδευτικότητας με την αναθεωρητική διαδικασία που αναμένεται να ξεκινήσει τις επόμενες ημέρες και να ολοκληρωθεί τον προσεχή Μάρτιο.

Ο Πρωθυπουργός που θα αναφερθεί αναλυτικά σήμερα στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ επί της πρότασης για τις αλλαγές στον καταστατικό χάρτη της χώρας που θα υποβάλει το κόμμα του, εκκίνησε και επίσημα χθες τη διαδικασία με επιστολή που έστειλε στους πολιτικούς αρχηγούς του ελληνικού Κοινοβουλίου, ζητώντας τις προτάσεις, τις θέσεις και τους προβληματισμούς τους. «Να μην αφήσουμε στις καλένδες της επόμενης πενταετίας ώριμες αλλαγές στο Σύνταγμά μας, που θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και να ενισχύσουν τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος» σημειώνει μεταξύ άλλων ο Τσίπρας.

Η διαδικασία θα ξεκινήσει τις επόμενες ημέρες, ενώ κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η παρούσα Βουλή θα αποφασίσει ποιες διατάξεις και άρθρα του Συντάγµατος θα κριθούν αναθεωρητέα από την επόμενη Βουλή. Για να οριστεί μια διάταξη αναθεωρητέα πρέπει να συγκεντρώσει 180 ψήφους και στην επόμενη Βουλή χρειάζονται 151. Αντίθετα, όποια ψηφιστεί – προκριθεί από την παρούσα με απλή πλειοψηφία, χρειάζεται 180 ψήφους στην επόμενη Βουλή.

Το άρθρο 16. Στη βάση αυτή, είναι προφανές ότι από την κυβερνητική πλειοψηφία θα επιχειρηθεί το μπλοκάρισμα (τουλάχιστον για μία δεκαετία) της πρότασης της ΝΔ για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, αφού είναι αμφίβολο εάν μπορεί στην παρούσα Βουλή να συγκεντρώσει 151 ψήφους και να συμπεριληφθεί στις αναθεωρητέες διατάξεις. Το άρθρο 16 είναι πρωτίστως ιδεολογικό ζήτημα και η ΝΔ ζητεί επιτακτικά την αναθεώρησή του για να ανοίξει ο δρόμος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Μάλιστα, η αξιωματική αντιπολίτευση σκέφτεται ακόμα και την αποχώρηση από τη διαδικασία, εάν στα αναθεωρητέα άρθρα δεν είναι και το 16, και επ’ αυτού κυβερνητικά στελέχη έλεγαν χθες ότι πρόκειται περί υπεκφυγής του Κυριάκου Μητσοτάκη για να μην αλλάξει το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών.

Η εκλογή προέδρου. Ενα από τα βασικά σημεία της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά τις τελευταίες ημέρες έχει αλλάξει η αρχική σκέψη για απευθείας εκλογή από τον λαό, μετά και την παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου και τη σύμπλευση του Προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά μια νέα διαδικασία εκλογής του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα, όταν θα υπάρξει αδυναμία συγκέντρωσης των απαιτούμενων ψήφων, να µη διαλύεται η Βουλή. Η τελική απόφαση, έπειτα από έντονο παρασκήνιο και πολυήμερες διαβουλεύσεις και σε ανώτατο επίπεδο, ήταν να παραμείνει το επίκεντρο των εξελίξεων η Βουλή, με το επιχείρημα ότι το πολίτευμα της χώρας είναι Προεδρευόµενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και όχι Προεδρική.

Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Το κρίσιμο σημείο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, αλλά και σε αυτό ο Πρωθυπουργός δεν επιλέγει τη μετωπική σύγκρουση με την Ιεραρχία. Ο Τσίπρας δεν θέλει να διαταράξει τις σχέσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ενώ η λογική του είναι να μην ανοίξει μέτωπο. Προς αυτή την κατεύθυνση, την περασμένη Παρασκευή συναντήθηκε και με την αντιπροσωπεία της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Ορους, το οποίο και θα επισκεφθεί στα μέσα Δεκεμβρίου.

Υστερα από πιο ψύχραιμη εκτίμηση και ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων, αν και κυρίαρχη ήταν η τάση για πλήρη διαχωρισμό, στο πρωθυπουργικό επιτελείο επέλεξαν μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση που ναι μεν θα δίνει ένα σήμα προοδευτικότητας στην προσπάθεια να στηριχθεί η πρόταση και από το Κίνημα Αλλαγής και Το Ποτάμι, αλλά δεν πηγαίνει στη μετωπική σύγκρουση.

Η κυβερνητική πρόταση είναι να κατοχυρωθεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, ενώ, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα διατηρηθεί το προοίμιο του Συντάγματος που αναφέρει «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Ουσιαστικά θα υπάρξει ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους με αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως ιστορικά επικρατούσας θρησκείας, αλλά και η κατοχύρωση της υποχρεωτικότητας του πολιτικού μόνον όρκου στις ορκωμοσίες των αιρετών του πολιτεύματος, των δικαστών και των λοιπών δημόσιων λειτουργών.