Περίπου 700 χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους του Λονδίνου το περασμένο Σάββατο, στη διαδήλωση υπέρ της διεξαγωγής δεύτερου δημοψηφίσματος για το Brexit, τη δεύτερη μεγαλύτερη στα χρονικά της σύγχρονης ιστορίας της χώρας, μετά την πορεία ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ. Η μαζική συμμετοχή μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην επιχειρηματολογία ότι «ο λαός μίλησε» και ότι η αποχώρηση από την ΕΕ (χωρίς δημοψήφισμα επί της όποιας συμφωνίας) επιβάλλεται ώστε να γίνει σεβαστή η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Θα πρέπει να αξιολογήσουμε τον αντίκτυπο του ανερχόμενου κινήματος ενάντια στο Brexit, όπως αυτό εκφράστηκε μέσω της εντυπωσιακής κινητοποίησης, συλλογιζόμενοι ότι η διαδήλωση δεν έτυχε οργανωμένης υποστήριξης από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις στη Βρετανία· είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τζέρεμι Κόρμπιν βρισκόταν στη Γενεύη το Σάββατο. Παράλληλα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι Βρετανοί συγκαταλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες που ταυτίζονται σε πολύ μικρό βαθμό με την ταυτότητα του πολίτη της ΕΕ (όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις του Ευρωβαρόμετρου). Με άλλα λόγια, η διαδήλωση για ένα δεύτερο δημοψήφισμα δεν στηρίχθηκε σε ένα υφιστάμενο ιστορικό – φιλευρωπαϊκό – θεμέλιο. Αντιθέτως, ήταν αυθόρμητη, πηγαία, υπερκεράζοντας μια εγγενή χρόνια κουλτούρα αδιαφορίας για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Στην παρούσα χρονική συγκυρία, μάλιστα, ενός γρήγορα ανερχόμενου «ευρωφοβικού εθνικισμού» σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ – για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που ανήκει στον Χάμπερμας -, αποκτά ιδιαίτερη αξία ότι οι κλασικά ευρωσκεπτικιστές Βρετανοί διαδήλωσαν με τέτοια θέρμη υπέρ της Ευρώπης (πρόκειται για ακόμη ένα παράδοξο του Brexit: το ότι δίνει πνοή σε ένα κίνημα υπέρ της Ευρώπης).
Πώς μπορεί να ερμηνευθεί μια τέτοια κινητοποίηση; Ως αντίδραση στην αδυναμία υιοθέτησης ενός αξιόπιστου πλάνου για τη μελλοντική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ, κατά κύριο λόγο. Μήνες τώρα η κυβέρνηση άγεται και φέρεται από τις πιέσεις του σκληρού πυρήνα των βουλευτών που υποστηρίζουν το Brexit, με αποτέλεσμα οι προσπάθειες της Τερίζα Μέι, πιο πρόσφατα, για μια πιο διαλλακτική λύση να πέφτουν στο κενό. Η πιθανότητα αποχώρησης από την ΕΕ χωρίς συμφωνία αυξάνεται ραγδαία στο πλαίσιο αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι κράτη-μέλη της ΕΕ άρχισαν ήδη να προετοιμάζονται για έναν τέτοιο «Αρμαγεδδώνα». Ενδεικτικό το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου ήδη εισήχθη στο Κοινοβούλιο νομοσχέδιο το οποίο θα δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να ρυθμίσει, με μορφή εκτελεστικού διατάγματος, τα επείγοντα θέματα που θα προκύψουν σε περίπτωση μη συμφωνίας, ακόμη και θέματα τόσο βασικά, όπως η δυνατότητα μετακίνησης μέσω της σήραγγας της Μάγχης ή η ανάγκη οι βρετανοί πολίτες να εκδίδουν «βίζα» για διαμονή στη Γαλλία μεγαλύτερη των τριών μηνών (αλλά ακόμη και για σύντομες επισκέψεις, τουριστικού χαρακτήρα, με βάση ένα πιο ακραίο σενάριο). Πρόκειται για δυσοίωνες εξελίξεις σίγουρα, διαμετρικά αντίθετες στην πράξη, με την ιδεολογία μιας «παγκόσμιας Βρετανίας» που θεωρητικά ενστερνίστηκαν η πρωθυπουργός και το υπουργείο Εξωτερικών ως εναλλακτική κατεύθυνση για τη χώρα μετά την απομάκρυνση από την ΕΕ.
Ο Δημήτρης Γιαννουλόπουλος είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Goldsmiths και ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης Britain in Europe