Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν μια ταινία με παράξενο τίτλο προβλήθηκε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους. Το «Κογιανισκάτσι» όμως, εκτός από το όνομα, μας «δυσκόλεψε» και με το περιεχόμενό του. Το πρώτο μέρος της τριλογίας του σκηνοθέτη Γκόντφρεϊ Ρέτζιο δεν είχε ούτε διαλόγους ούτε σπικάζ. Μόνο εναλλαγή εντυπωσιακών τοπίων της αμερικανικής ηπείρου και την εξαιρετική μουσική του Φίλιπ Γκλας – ακόμη κι αν δεν ξέρετε την ταινία, έχετε σίγουρα ακούσει το σάουντρακ. Ο Ρέτζιο όμως, μόνο με τη δύναμη της εικόνας και κυρίως μέσα από τις αντιθέσεις της, αναδείκνυε εντυπωσιακά το SOS που εξέπεμπε η Γη (σε μια εποχή που, στη χώρα μας, τα οικολογικά θέματα κινούνταν στην περιοχή του φλου αρτιστίκ). Τις ειδυλλιακές εκδοχές της φύσης διαδέχονταν πλάνα από ποτάμια με δηλητηριώδη νερά, «θανατηφόρα» εργοστάσια, τοξικά απόβλητα. Ο ουρανός σκοτείνιαζε και μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον οι άνθρωποι έχαναν τη ζωτικότητά τους, κινούνταν μηχανικά, παρατηρούσες μια συνθηκολογημένη αγωνία στα μάτια τους που γινόταν σιγά σιγά αποχαύνωση.
Το «Κογιανισκάτσι», παρότι, για την εποχή της, ήταν μια ταινία μη αναμενόμενη, κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού (θυμάμαι τις ουρές έξω από τους κινηματογράφους). Ο παράξενος τίτλος της σημαίνει, σε μια διάλεκτο των Ινδιάνων, «ζωή χωρίς ισορροπία». Ακολούθησαν το «Παουακάτσι» (ζωή σε μεταμόρφωση) και το «Νακοϊκάτσι» (ζωή αλληλεξόντωσης).
Τριάντα έξι χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, το «Κογιανισκάτσι» παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Και παρόλο που εκείνη την εποχή ενδυναμώθηκαν τα οικολογικά κινήματα, η πρόσφατη έκθεση του WWF και της Ζωολογικής Εταιρείας του Λονδίνου αποδεικνύει ότι οι συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία τους όχι μόνο δεν βελτιώθηκαν, αλλά δεν έμειναν ούτε καν στάσιμες. Αλλαξαν προς το πολύ χειρότερο. Και μοιάζουμε σαν τους κατοίκους ενός σπιτιού που κάθε μέρα γκρεμίζουμε λίγο από τους τοίχους του, προσποιούμενοι ότι δεν ξέρουμε πως, αν το γκρεμίσουμε εντελώς, δεν έχουμε κάπου αλλού να πάμε.