«Ηρθε η ώρα για την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους» δήλωσε με στόμφο ο Αλέξης Τσίπρας, συνεταίρος του Πάνου Καμμένου, ανακοινώνοντας την αριστερή πολιτική για διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Είναι, είπε, το πρώτο βήμα για τον «εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση» του κράτους. Και γι’ αυτό χωράει στη συνταγματική αναθεώρηση. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχε εξαγγείλει τη δυνατότητα λαϊκής παρέμβασης μέσω δημοψηφισμάτων – τα οποία, στον βωμό της αμεσοδημοκρατίας, θα προκαλούνται από τους πολίτες, μέσω συλλογής υπογραφών.

Ας ταξιδέψουμε στις αρχές του μακρινού 2000, τότε που όλα φάνταζαν απλά και εύκολα. Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη (αυτού του ίδιου που ΣΥΡΙΖΑ και λοιποί συμπορευόμενοι λοιδορούν) κάνει το πραγματικό πρώτο βήμα προς τη θρησκευτική ουδετερότητα: αφαιρεί το θρήσκευμα από τις ταυτότητες. Απέναντί της βρίσκει την ηγεσία της ελληνικής Εκκλησίας και τον δημοφιλή αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ξεκινούν οι διαδηλώσεις, οι απειλές για να ανακληθεί η απόφαση. «Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί δεν εφαρμόζεται» φωνάζει στις πλατείες ο Χριστόδουλος, μιλώντας για «προοδευτικάριους» της κυβέρνησης και «θιασώτες της Ευρώπης». Αρχίζει η συλλογή υπογραφών για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Λέγεται ότι στον Κωστή Στεφανόπουλο παραδόθηκαν περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές. Δημοψήφισμα, βέβαια, δεν έγινε ποτέ.

Μέχρι σήμερα, «η μάχη των ταυτοτήτων» έχει μείνει στην Ιστορία για τον πολιτικό τσαμπουκά δύο ανδρών, που έδρασαν με βάση τις αρχές τους. Του Σημίτη, που δεν υπέκυψε στον λαϊκισμό για να γίνει αρεστός, και του Στεφανόπουλου, ο οποίος, μπροστά στον αρχιεπίσκοπο και τις υπογραφές του, τήρησε κατά γράμμα το Σύνταγμα. Αν, όμως, με κάποιον μεταφυσικό τρόπο η διάταξη για τα δημοψηφίσματα ίσχυε τότε, η πιο επίσημη διαφοροποίηση ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία δεν θα είχε λάβει χώρα. Ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα είχαν χάσει τη μάχη με τη λογική, θα υποχρεούνταν να υποταχθούν στη βούληση του φανατισμένου πλήθους.

Μια αραβική παροιμία λέει πως όταν κάτι μεγαλώνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει, τότε στρέφεται ενάντια στον εαυτό του. Δεν είναι πως οι κυβερνώντες δεν γνωρίζουν τους κινδύνους. Το 2015, στην πιο κρίσιμη στιγμή της κυβερνητικής του πορείας, ο Πρωθυπουργός που σήμερα μιλάει για τη σημασία της λαϊκής παρέμβασης αγνόησε την εντολή που έλαβε από τον λαό, τρομάζοντας μπροστά στις συνέπειες. Είναι πως δεν ξέρουν – ή ηθελημένα αγνοούν – πως η εκσυγχρονιστική πολιτική, όταν είναι πραγματική, δεν χρησιμοποιείται ποτέ ως προεκλογική σερπαντίνα.