Ανασφάλεια και δυσφορία: ο Ζαΐρ Μπολσονάρο γνωρίζει καλά πως ήταν η ένταση αυτών των δύο συναισθημάτων μεταξύ των πολιτών που του χάρισε την Κυριακή το 55% στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας. Για αυτό και έσπευσε να διαβεβαιώσει, στην πρώτη μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε το βράδυ της Δευτέρας σε πολλούς τηλεοπτικούς σταθμούς, πως είναι αποφασισμένος να νομιμοποιήσει την οπλοκατοχή στη Βραζιλία – μία από τις πιο επικίνδυνες χώρες στον κόσμο, με σχεδόν 64.000 δολοφονίες πέρυσι, το 70% από αυτές με πυροβόλα όπλα. Παράλληλα, δήλωσε πως σκοπεύει να προτείνει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Δικαιοσύνης στον Σέρζιο Μόρο, σύμβολο της μάχης κατά της διαφθοράς στη Βραζιλία – είναι ο δικαστής που καταδίκασε πρωτόδικα τον πρώην πρόεδρο Λούις Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα για παθητική διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος. Ο επονομαζόμενος Τραμπ των Τροπικών, όμως, διαμήνυσε επίσης πως θα κόψει την κρατική διαφήμιση στα μέσα ενημέρωσης που «λένε ψέματα». Το καίριο ερώτημα, λοιπόν, είναι πλέον το εξής: Πόσο γερά θεμέλια έχει η δημοκρατία στη Βραζιλία; Και πόσο μπορεί να αντισταθεί θεσμικά στα αντιδραστικά σχέδια ενός απροκάλυπτα φιλοχουντικού, ρατσιστή, σεξιστή και ομοφοβικού προέδρου;

Τα περισσότερα από τα μέτρα που είχε εξαγγείλει προεκλογικά – είτε πρόκειται για την τροποποίηση του νόμου περί οπλοκατοχής, τη μείωση της ηλικίας ποινικής ευθύνης, το τέλος της υποτιθέμενης διδασκαλίας μιας αριστερής ιδεολογίας στα σχολεία, την ταξινόμηση των μελών του Κινήματος των ακτημόνων ως «τρομοκρατών» ή τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που προβλέπει στο πλαίσιο ενός ακραία φιλελεύθερου οικονομικού προγράμματος – απαιτούν είτε ένα σχέδιο νόμου είτε μια τροποποίηση του Συντάγματος. Στην πρώτη περίπτωση, και μετά την ανάληψη των καθηκόντων του την 1η Ιανουαρίου, ο Μπολσονάρο θα χρειάζεται τη συναίνεση μιας απλής πλειοψηφίας της Βουλής. Στη δεύτερη, των τριών πέμπτων. Αυτό θα είναι το πιο περίπλοκο κομμάτι της εξίσωσης της επόμενης κυβέρνησης.

Η αλήθεια είναι πως η εκλογή του συνοδεύτηκε από μια σημαντική άνοδο του κινήματός του, του Σοσιαλφιλελεύθερου Κόμματος (PSL) στο Κογκρέσο. Το μέχρι πρότινος ασήμαντο PSL έχει γίνει, με 52 βουλευτές, ήτοι 10,1% του συνόλου, μία από τις κυριότερες δυνάμεις στη Βουλή και ο Μπολσονάρο διαθέτει συμμάχους: συνολικά, σημειώνει η ανταποκρίτρια της «Monde», το 20% των βουλευτών και το 17% των γερουσιαστών είναι στο πλευρό του. Απέναντί του, ωστόσο, έχει το Κόμμα Εργατών με 56 έδρες (10,9% του συνόλου) και πλήθος μικρών κομμάτων: η αναζήτηση συμμάχων ανάμεσα σε αυτά τα τελευταία δεν αναμένεται να είναι εύκολη υπόθεση για έναν άνθρωπο που δεν μοιάζει καθόλου διπλωμάτης.

Από την άλλη πλευρά, ο Μπολσονάρο, βουλευτής εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, γνωρίζει καλά τον κόσμο του Κογκρέσου. Και κάποιοι βουλευτές ήδη υπερβαίνουν εαυτόν προκειμένου να βρεθούν στην πλευρά της εξουσίας του χρόνου: ο Ροντρίγο Μάια, για παράδειγμα, νυν πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος κανόνισε πριν ακόμα νικήσει ο Μπολσονάρο να εξετάσει το σώμα τη χαλάρωση του «νόμου περί αφοπλισμού».

Πέραν του Κογκρέσου, όμως, υπάρχει και η σκόπελος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, φρουρού του Συντάγματος. Μέτρα όπως η αυστηροποίηση των ποινών, η αμφισβήτηση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών ή η απαγόρευση μιας υποτιθέμενα πολιτικοποιημένης εκπαίδευσης θα μπορούσαν να κριθούν αντισυνταγματικά. Αλλά ο πρώην λοχαγός θα κληθεί να διορίσει το 2019 στο Ανώτατο Δικαστήριο δύο νέους δικαστές. Και πριν δεσμευτεί «ενώπιον του Θεού», τη βραδιά της νίκης του, να υπερασπιστεί «το Σύνταγμα, τη δημοκρατία και τις ελευθερίες», είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αυξήσει τον αριθμό των δικαστών του από 11 σε 21. Ενας από τους γιους του, μάλιστα, είχε διαβεβαιώσει πως θα μπορούσε να κλείσει το Ανώτατο Δικαστήριο «με έναν στρατιώτη και έναν δεκανέα» – μετά τις αντιδράσεις, ο Μπολσονάρο τον επανέφερε στην τάξη.