Ο θηλασμός συμβάλλει αδιαμφισβήτητα στο να γιγαντωθεί ο δεσμός ανάμεσα στη μητέρα και στο νεογέννητό της, καθώς η στενή αυτή επαφή δυναμώνει (εκτός από το ανοσοποιητικό του μωρού) την αίσθηση ασφάλειας και ανταπόκρισης στις ανάγκες του. Πρόσφατες μελέτες, όμως, έρχονται να εμπλουτίσουν τη λίστα με τα οφέλη που παρέχει ο θηλασμός αφενός στα νεογνά και αφετέρου στις μητέρες, λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας σε μελλοντικές παθήσεις.
Με αφορμή λοιπόν την έναρξη της Εβδομάδας Μητρικού Θηλασμού στην Ελλάδα (1 με 7 Νοεμβρίου), το ένθετο «Υγεία» παραθέτει τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα που δείχνουν ότι το μητρικό γάλα αποτελεί «θεμέλιο ζωής». Υπό το πρίσμα αυτό, τα στοιχεία που παρουσίασε η παιδίατρος κυρία Ιωάννα Αντωνιάδου-Κουμάτου, διευθύντρια της Διεύθυνσης Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Παιδιατρικής και υπεύθυνη του προγράμματος «Αλκυόνη: Εθνική Πρωτοβουλία Προαγωγής του Μητρικού Θηλασμού», σχετικά με την ενίσχυση του μητρικού θηλασμού στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. «Επειτα από πέντε έτη εντατικής δράσης της “Αλκυόνης”, τα αποτελέσματα της δεύτερης εθνικής μελέτης για τον μητρικό θηλασμό (2017) επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος αλλά και υπογραμμίζουν την ανάγκη συνέχισής του» επεσήμανε σε σχετική εκδήλωση του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδος σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και το πρόγραμμα «Αλκυόνη».
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά αποκλειστικού μητρικού θηλασμού την πρώτη ημέρα ζωής ήταν 66% (41% το 2007), στο τέλος του πρώτου μήνα 40% (21% το 2007), στον τρίτο μήνα 27% (11% το 2007), ενώ παρέμειναν χαμηλά στο τέλος του έκτου μήνα (0,8%). Ωστόσο, στο τέλος του 6ου μήνα οι μισές περίπου μητέρες συνεχίζουν να θηλάζουν και το 1/3 θηλάζει χωρίς να χορηγεί υποκατάστατο μητρικού γάλακτος. Ποια είναι όμως τα στοιχεία του μητρικού γάλακτος που το καθιστούν τόσο «πλούσιο»; Το μητρικό γάλα αποτελεί την καταλληλότερη μορφή σίτισης για τα βρέφη και περιέχει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά (σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη, ιχνοστοιχεία), ενώ είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του βρέφους για το οποίο προορίζεται. Επιπλέον είναι πλούσιο σε κύτταρα, ορμόνες και ανοσοσφαιρίνες. Συνεπώς τα οφέλη για το νεογνό, σύμφωνα με την παιδίατρο Βενετία Βράιλα, είναι πολλά. Κατ’ αρχάς, έχει αποδειχτεί ότι μειώνει στατιστικά σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης λοιμώξεων στο βρέφος (ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού, πεπτικού, ωτίτιδων), τον κίνδυνο του συνδρόμου αιφνίδιου βρεφικού θανάτου και της οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας στα παιδιά. Επιπλέον, και σύμφωνα πάντα με την ειδικό, δρα προστατευτικά στην εμφάνιση παιδικής παχυσαρκίας, ενώ υπάρχει συζήτηση για τα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν τη μείωση των αλλεργικών εκδηλώσεων και του σακχαρώδους διαβήτη.
ΜΙΚΡΟΒΙΩΜΑ. Αξίζει να σημειωθεί δε ότι νεότερα δεδομένα συνδέουν τον μητρικό θηλασμό με την ανάπτυξη του εντερικού μικροβιώματος (δηλαδή της χλωρίδας του εντέρου). «Το μικροβίωμα των παιδιών που θηλάζουν είναι αποδεδειγμένα διαφορετικό από των παιδιών που δεν θηλάζουν, δρα προστατευτικά έναντι λοιμώξεων και εμποδίζει τον αποικισμό από άλλα παθογόνα βακτήρια που δυνητικά διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του οργανισμού» σημειώνει η Βενετία Βράιλα, προσθέτοντας ότι η σύσταση του μικροβιώματος έχει συσχετιστεί με άσθμα, παχυσαρκία και νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Εν τω μεταξύ, μακρά είναι η λίστα και για τα πλεονεκτήματα που αφορούν τις θηλάζουσες μητέρες. Μόλις τον περασμένο Αύγουστο ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Lisette T. Jacobson της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάνσας -Wichita, δημοσίευσαν στην ιατρική επιθεώρηση «American Health Association» την προστατευτική δράση του θηλασμού στις γυναίκες. Ειδικότερα, είχαν στη διάθεσή τους στοιχεία για την κατάσταση της υγείας 80.191 γυναικών τα οποία άντλησαν από μια εθνική μελέτη που ξεκίνησε το 1993 και διήρκεσε μία εξαετία. Ολες οι γυναίκες στην ανάλυση αυτή είχαν γεννήσει ένα ή περισσότερα παιδιά και το 58% ανέφερε ότι είχε θηλάσει. Μεταξύ αυτών των γυναικών, το 51% θήλασε για 1-6 μήνες, το 22% για 7 μήνες έως και έναν χρόνο και 27% για 13 ή περισσότερους μήνες. Κατά τη στιγμή της μελέτης, η μέση ηλικία των γυναικών ήταν 63,7 έτη.
Οι ερευνητές έπειτα από την προσαρμογή «φίλτρων» που αφορούν επιβαρυντικούς παράγοντες – όπως είναι το οικογενειακό ιστορικό, η φυσική άσκηση, το κάπνισμα κ.λπ. – επικεντρώθηκαν στη μελέτη πιθανής συσχέτισης του θηλασμού με το εγκεφαλικό επεισόδιο. Τι διαπίστωσαν; Οτι ο κίνδυνος ήταν 23% χαμηλότερος σε όλες τις γυναίκες, αλλά στις έγχρωμες ήταν 48% χαμηλότερος και στις Λατίνες 32% πιο μικρός. Για τις λευκές γυναίκες ο κίνδυνος ήταν 21% χαμηλότερος και κατά 19% χαμηλότερος σε όσες θήλαζαν μέχρι 6 μήνες. Η αύξηση του θηλασμού συνδεόταν με χαμηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Μια ακόμη θετική επιστημονική είδηση που είδε το φως της δημοσιότητας στις αρχές του χρόνου – δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «JAMA Internal Medicine» – δίνει έναν επιπλέον λόγο στις νέες μητέρες να επιμείνουν στον θηλασμό.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Ειδικότερα, ερευνητές στις ΗΠΑ ανέλυσαν στοιχεία γυναικών που είχαν εγγραφεί σε έρευνα για την υγεία της καρδιάς 30 χρόνια πριν και των οποίων ο τρόπος ζωής και η υγεία παρακολουθήθηκαν κατά τη διάρκεια του ίδιου διαστήματος. Ανακάλυψαν ότι όσες είχαν θηλάσει τα παιδιά τους για τουλάχιστον 6 μήνες είχαν 47% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη 2 συγκριτικά με εκείνες που δεν είχαν θηλάσει. Ακόμη όμως και οι γυναίκες που θήλασαν για λιγότερους από 6 μήνες επίσης διέτρεχαν μειωμένο κίνδυνο κατά 25%.
Επιπρόσθετα ο θηλασμός συμβάλλει στη γρήγορη απώλεια βάρους μετά τον τοκετό, μειώνει την επίπτωση του καρκίνου του μαστού (4,3% για κάθε χρόνο θηλασμού) ενώ φαίνεται να μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών και τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη και δυσλιπιδαιμίας.