Είναι η δεύτερη φορά που ανεβάζετε έργο του Νικ Πέιν. Τι βρίσκετε σε αυτόν τον συγγραφέα;

Χιούμορ, ρεαλισμό και έναν τρυφερό τρόπο να αντιμετωπίζει τα δύσκολα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Εχει αυτό το ωραίο βρετανικό ύφος. Αυτό είχα ξεχωρίσει στους «Αστερισμούς» που είχαμε κάνει με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και τη Στεφανία Γουλιώτη. Ενα τέτοιο έργο είναι και το «Αν υπάρχει, δεν το ‘χω βρει ακόμα». Λέει δύσκολα πράγματα χωρίς να κάνει «θεατρίλες». Με αστείο και κωμικό τρόπο.

Ερώτηση – απάντηση μέσα σε μια πρόταση…

Ναι! Ο τίτλος είναι η ραχοκοκαλιά του κάθε χαρακτήρα. Παραδείγματος χάριν, για τον Τζορτζ – που υποδύομαι -, ο οποίος είναι ένας περιβαλλοντολόγος, η ερώτηση είναι «υπάρχει τρόπος να σωθεί ο πλανήτης;» και αυτός απαντάει «αν υπάρχει, δεν τον έχω βρει ακόμα». Για την κόρη μου, την υπέρβαρη έφηβη την οποία υποδύεται η Αγγελική Γρηγοροπούλου, που δέχεται μπούλινγκ στο σχολείο, όταν τη ρωτάνε αν υπάρχει στοργή και αγάπη, απαντά: «Αν υπάρχει, δεν το ‘χω βρει ακόμα».

Είναι μια απάντηση που θα έδινε ο καθένας μας.

Η ιστορία που ξετυλίγεται μέσα από το έργο αναδεικνύει θέματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αφορούν τις περισσότερες οικογένειες. Μια οικογένεια έχει μια κόρη υπέρβαρη έφηβη και στο σχολείο είναι δασκάλα η μητέρα της. Ομως, για να την προστατεύσει, δεν το έχει πει σε κανέναν. Τα παιδιά το ανακαλύπτουν και αρχίζει ένας κύκλος μπούλινγκ και για τη μητέρα και για την κόρη. Η μικρή αντιδρά με άσχημο τρόπο στην πίεση που δέχεται και παίρνει δύο εβδομάδες αποβολή. Οταν πήγαινε στο σπίτι, εμφανίζεται ο θείος της, ο μικρότερος αδελφός του μπαμπά της – Δημήτρης Πασάς -, ο οποίος για δύο χρόνια περιπλανιόταν και εμφανίζεται για να διεκδικήσει πίσω έναν χαμένο του έρωτα. Γίνεται όμως αυτός ο κηδεμόνας της, αφού διαπιστώνει ότι το κορίτσι δεν έχει καθόλου την προσοχή που χρειάζεται από τους γονείς.

Τι σας συγκινεί σε αυτό;

Υπάρχει ένας πολύ ωραίος παραλληλισμός. Τουλάχιστον έτσι είναι η δική μου ανάγνωση στο έργο. Οι γονείς δεν ενδιαφέρονται και εθελοτυφλούν μπροστά στα προβλήματα που πρέπει ν αντιμετωπίσουν. Συμβαίνει, είναι τραγικό γεγονός, και τότε σκύβουν από πάνω. Αντιστοίχως μέσα από τη δουλειά που κάνει ο περιβαλλοντολόγος προσπαθεί να προειδοποιήσει τον κόσμο για να μη φτάσει ο πλανήτης σε μια ακραία κατάσταση. Τον παρασύρει λίγο η φορά των εξελίξεων ενώ θα πρέπει να είναι πολύ πιο κοντά στην οικογένειά του. Αναγνωρίζει το σφάλμα του – αλλά αφού συμβεί το τραγικό γεγονός, δηλαδή κατόπιν εορτής. Ο,τι γίνεται και στην πραγματική ζωή δηλαδή.

Να τολμήσω να σας απευθύνω την ερώτηση λοιπόν: Αν υπάρχει, τι δεν έχετε βρει ακόμα;

Θα ήθελα να σου επαναλάβω κάτι που σου είχα πει σε μια άλλη συζήτησή μας για την ανθρώπινη βλακεία. Αλλά πραγματικά θα ήθελα να βρω αν υπάρχει ένα χάπι για αντιμετωπίζει όλες τις αρρώστιες. Αλήθεια το έχω σκεφτεί. Να το παίρνεις και να ξεμπερδεύεις με όλα.

Κάτι λιγότερο ρομαντικό και πραγματικό δεν σας απασχολεί;

Τα ‘χω τακτοποιημένα λίγο, γι’ αυτό σου απαντάω έτσι. Δεν ψάχνω κάτι, αφήνω τη ζωή να με πάει. Και με έχει πάει καλά μέχρι τώρα, δεν έχω παράπονο, είμαι πολύ τυχερός. Αναποδιές υπάρχουν, αλλά συνολικά η τύχη ήταν με το μέρος μου. Θα επιστρέψω στο θέμα του μπούλινγκ και θα το χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα. Με έχει απασχολήσει γιατί το έχω παρατηρήσει γύρω μου. Είναι ένα πολύ σκληρό και καλυμμένο ζήτημα. Μιλώ για τον σχολικό εκφοβισμό, όχι το πείραγμα που πάντα υπάρχει ανάμεσα στα παιδιά.

Πώς θα το αντιμετωπίζατε εσείς;

Ο μοναδικός τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί είναι να υπάρχει καλή επικοινωνία ανάμεσα στο παιδί και στην οικογένεια ούτως ώστε να μπορεί το παιδί να μιλήσει ελεύθερα. Και φυσικά με τους δασκάλους του. Ενδεχομένως να μην μπορείς να το αποτρέψεις, αλλά αν είναι όλοι σε εγρήγορση μπορεί να το προλάβεις στην αρχή του. Οπότε δεν θα εξελιχθεί και δεν θα έχει καταστροφικές συνέπειες στην ψυχολογία του παιδιού και για την οικογένεια ενδεχομένως γενικότερα.

Η αλήθεια είναι ότι περίμενα να μου απαντήσετε κάτι που θα αφορά τη δύσκολη πραγματικότητα της τέχνης σας.

Δηλαδή;

«Αν υπάρχει τρόπος να ζω από το θέατρο, δεν τον έχω βρει ακόμα».

(Γελάει) Εχει μια αλήθεια, αλλά έχω υπάρξει τυχερός. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ζει κανείς σήμερα από το θέατρο, ειδικά στην Ελλάδα. Και ουσιαστικά από το θέατρο και από το σινεμά ζω. Εγώ δεν βίωσα την καλύτερη περίοδο της τηλεόρασης παρά μόνο στο τέλος της. Τώρα φυσικά δεν μπορείς να επενδύσεις γιατί έχουν συρρικνωθεί οι τηλεοπτικές συνθήκες. Αλλά εμένα με ενδιέφερε πάντα η συνέχεια και όχι τα πολλά λεφτά. Να υπάρχει μια σταθερότητα σε αυτό το πράγμα που επέλεξα εν προκειμένω να κάνω. Οταν εργάζεσαι ως ηθοποιός, ακόμη και να έχεις τη μία δουλειά μετά την άλλη, θα υπάρξουν περίοδοι 2-3 μηνών που δεν θα πληρώνεσαι.

Δεν είναι ψυχοφθόρο αυτό;

Αυτομάτως δημιουργείται μια αναστάτωση και πρέπει να κάνεις έναν προγραμματισμό. Και όλα αυτά γιατί δεν πληρώνει κανείς πρόβες πια, εκτός κι αν είσαι στο Εθνικό. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα. Αλλά μην ξεχνάμε ότι και προ κρίσης στον χώρο μας πάντα υπήρχε ανεργία που έφτανε 70%. Επίσης, πόσες παραστάσεις καταβαίνουν μέσα σε 15 ημέρες, πόσες πληρώνουν κανονικά; Είναι δύσκολα τα πράγματα. Αλλά η τηλεόραση δεν είναι λύση για μένα. Ποτέ δεν ήταν.

Τι θα ήταν λύση για σας;

Να υπάρχει σταθερότητα στην επαγγελματική μου ζωή. Θα ήθελα να ζω μόνο από το σινεμά και όχι βέβαια το θέατρο, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα. Οπότε προσπαθώ να είναι η σταθερά με το θέατρο.

Προσπαθήσατε να φύγετε για το εξωτερικό όπου είναι καλύτερες οι συνθήκες για τον κινηματογράφο;

Οχι, εδώ θέλω να μείνω, πού να πάω; Θα μου άρεσε να γίνονται περισσότερες ταινίες στην Ελλάδα που να έχουν μια εξωστρέφεια. Είχα μια-δυο προτάσεις για το εξωτερικό.

Και γιατί δεν πήγατε;

Γιατί η μία δεν προχώρησε. Για την άλλη που προχώρησε, δεν κατάφερα να ξεπεράσω τα δικά μου εμπόδια. Δεν ήθελα να ρισκάρω. Θα έπρεπε να φύγω για έξι μήνες – ίσως και περισσότερο. Εδώ έχω υποχρεώσεις. Πώς θα ήταν τα πράγματα όταν θα επέστρεφα κανείς δεν ξέρει. Δεν φαντάζομαι τον εαυτό μου να πηγαίνει να ζήσει, ας πούμε, στη Γαλλία για δύο χρόνια. Φυσικά όλα αυτά ισχύουν τη στιγμή που το συζητούμε. Αν προέκυπταν συνθήκες όπου δεν χρειαζόταν να γυρίσει ανάποδα όλη μου η ζωή εδώ, μπορεί και να το έκανα. Μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί, οπότε σκέφτομαι αυτό που πρέπει να κάνω τώρα. Είμαι άνθρωπος που με αφορά πολύ το παρόν. Και για να χρησιμοποιήσω μια φράση από το έργο, «Αν είμαστε τυχεροί, ίσως δούμε και λίγο ήλιο».

Ησασταν πάντα έτσι;

Οχι, έγινα. Είχα ένα πολύ σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή που το 2006. Ηταν η περίοδος που κάναμε μια παράσταση μαζί με τον φίλο μου τον Παναγιώτη Λάρκου στον εξώστη του Αμόρε, ««Ο αγλέορας και οι φίλοι της Ευρυδίκης Μπόντι». Τότε έμενα στην Ηλιούπολη. Το θέατρο μας παραχωρούσε τον χώρο αργά το βράδυ. Μετά τις πρόβες, 2 το πρωί, ήμουν σταματημένος στο φανάρι με τη μηχανή και ξαφνικά χάνω το φως μου. Με παρέσυρε ένας μεθυσμένος. Με πέταξε στου διαόλου τη μάνα και έμεινα αναίσθητος. Θυμάμαι μόνο από εκείνη τη στιγμή έναν κύριο να μου λέει «πες μου ένα τηλέφωνο». Ηρθα κοντά στον θάνατο – κυριολεκτικά. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Η ανάμνηση που έχω είναι από το νοσοκομείο και μετά. Ενα «μπουμπ» θυμάμαι μόνο.

Και αν δεν ήταν ο κύριος, ίσως και να μη μιλούσαμε τώρα;

Και όμως αυτό που με έσωσε ήταν μια τσάντα – εννοείται και το κράνος. Είχα έναν σάκο στην πλάτη και προσγειώθηκα πάνω σε αυτόν και όχι στην άσφαλτο. Ηταν πραγματικά αυτό που μου έδωσε την άλλη μία ευκαιρία για να είμαστε εδώ και να συζητούμε. Αυτό δεν είναι τύχη και σωτηρία;