Ετσι το λέγαμε τότε. Καλλιπλάστικο. Σε αντιδιαστολή με το Καλλιμάρμαρο. Με καθόλου ειρωνική διάθεση. Ισα ίσα, ήταν από τις πρώτες φορές που η σύγχρονη τεχνολογία και τεχνογνωσία έπαιρνε κεφάλι σε σχέση με το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Και εμείς κάναμε τα πρώτα δειλά βήματα έξω από την αυλόγυρο της εθνικής μας εσωστρέφειας. Θυμάμαι τον Σεπτέμβριο του 1982, τότε που πρωτομπήκαμε μέσα για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου, με το οποίο και εγκαινιάστηκε. Σοκ και δέος. Ηδη με το που στρίβαμε από την Κηφισίας. Και ύστερα ήρθαν οι επιτυχίες της Βερούλη και της Σακοράφα. Πρώτη και τρίτη θέση στον ακοντισμό, δύο Ελληνίδες στο βάθρο. Ενα πανηγύρι για την αθλητική διάκριση, που όμως έμοιαζε σαν γλυκιά εκδίκηση για τα χρόνια της απομόνωσης.
Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μας το ΟΑΚΑ. Για να μείνει. Εκεί ζήσαμε στιγμές υπερηφάνειας, έξαρσης, αλλοφροσύνης. Στις κερκίδες του ζητωκραυγάσαμε, τραγουδήσαμε. Στα τερέν του, στις μεγάλες ροκ συναυλίες, χορέψαμε, φλερτάραμε, φιληθήκαμε, χαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε.
Τον επόμενο Σεπτέμβριο φιλοξένησε τον πρώτο ποδοσφαιρικό αγώνα. Ολυμπιακός – Αγιαξ 2-0 με γκολ του Αναστόπουλου. «Ελλάδα, μπορείς». Γενικώς. Αυτό το σύνθημα μας υπέβαλε. Τον ίδιο μήνα οι δύο sold out συναυλίες του Νταλάρα και η μία του Σαββόπουλου γίνονται ένα «ήμουν κι εγώ εκεί» για όσους τις παρακολούθησαν. Τον Νοέμβριο του 1983, στον αγώνα Ολυμπιακός – Αμβούργο, γίνεται το, αξεπέραστο μέχρι σήμερα, ρεκόρ εισιτηρίων: 75.263. Και ύστερα ήρθαν κι άλλοι αγώνες και άλλες συναυλίες. Εκει ξεσάλωσα τον Οκτώβριο του 1988 στη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας με Σπρίνγκστιν, Στινγκ, Πίτερ Γκάμπριελ, Τρέισι Τσάπμαν. Εκεί στενοχωρήθηκα βλέποντας τον Σινάτρα ερείπιο του εαυτού του. Εκεί άκουσα τους Rolling Stones και είδα τη Μαντόνα. Εκεί, πριν από λίγα χρόνια, μάτισα το νήμα της νιότης μου στη συναυλία των Red Hot Chili Peppers. Εκεί όμως ένιωσα και εθνική ντροπή όταν οι συμπατριώτες μου γιούχαραν τους αμερικανούς δρομείς επειδή ο Κεντέρης και η Θάνου «γλίστρησαν» σε κάτι λάδια.