Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου στη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου ωοθηκών. Είναι γνωστό ότι περίπου 20% των ασθενών με καρκίνο ωοθηκών έχουν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1/2 που σχετίζονται με τον κληρονομούμενο καρκίνο μαστού-ωοθηκών, ενώ επιπλέον 30% φέρει κάποια μετάλλαξη σε γονίδιο που εμπλέκεται με την επιδιόρθωση του DNA.
Με βάση τη γνώση αυτή, αναπτύχθηκε μια νέα κατηγορία φαρμάκων – οι αναστολείς PARP. Τα φάρμακα αυτά δοκιμάσθηκαν σε γυναίκες που έπασχαν από καρκίνο ωοθηκών, στις οποίες η νόσος τους είχε υποτροπιάσει αλλά συνέχιζαν να έχουν ευαισθησία σε χημειοθεραπευτικά ανάλογα της πλατίνας. Η χρήση των PARP αναστολέων ως θεραπεία συντήρησης σε αυτό το στάδιο της νόσου αύξησε το διάστημα μέχρι την επόμενη υποτροπή και τα φάρμακα αυτά έλαβαν έγκριση τόσο από τις ευρωπαϊκές όσο και από τις αμερικανικές ρυθμιστικές Αρχές. Παρέμενε όμως το ερώτημα ποια είναι η ιδανική θέση των φαρμάκων αυτών στη θεραπευτική του καρκίνου ωοθηκών.
Το ερώτημα αυτό κλήθηκε να απαντήσει η κλινική μελέτη SOLO-1 που συμπεριέλαβε ασθενείς με νεοδιαγνωσθέντα καρκίνο ωοθηκών και τοπικά προχωρημένη νόσο, οι οποίοι έφεραν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1/2. Οι ασθενείς υπεβλήθησαν σε ριζική χειρουργική αντιμετώπιση και στη συνέχεια έλαβαν επικουρική χημειοθεραπεία, όπως ορίζεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες. Aκολούθως τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν είτε τον PARP αναστολέα ολαπαρίμπη (ταμπλέτα 300mg δις ημερησίως) για δύο χρόνια είτε εικονικό φάρμακο. Στη μελέτη αυτή, οι ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο υποτροπίασαν σε διάμεσο διάστημα 13,8 μηνών. Στις ασθενείς που έλαβαν ολαπαρίμπη το διάστημα αυτό υπολογίζεται ότι θα είναι περίπου 50 μήνες. Συνεπώς, η θεραπεία συντήρησης με ολαπαρίμπη σε ασθενείς με μεταλλάξεις BRCA1/2 μείωσε τον κίνδυνο υποτροπής κατά 70%. Τα δεδομένα δεν είναι ακόμη ώριμα για να αποδειχθεί αν η χρήση της ολαπαρίμπης αυξάνει το ποσοστό των ασθενών που θα θεραπευθούν από τη νόσο τους. Το γεγονός όμως ότι πάνω από 50% των γυναικών που έλαβαν ολαπαρίμπη δεν έχουν εμφανίσει ακόμη υποτροπή της νόσου, τέσσερα χρόνια μετά την αρχική αντιμετώπισή τους, είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής ανακοινώθηκαν προσφάτως στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ογκολογίας (ESMO) στο Μόναχο και αναμένεται να επιφέρουν αλλαγή στην κλινική πρακτική αντιμετώπισης των γυναικών με καρκίνο ωοθηκών και μεταλλάξεις BRCA1/2.
Αιματολογίας – Ογκολογίας, πρύτανης του ΕΚΠΑ