Στις 5 Οκτωβρίου του 1936, 200 απελπισμένοι, άνεργοι Αγγλοι, πρώην εργαζόμενοι σε ένα άλλοτε ένδοξο ναυπηγείο που είχε πια χρεοκοπήσει, ξεκίνησαν πεζή να διανύσουν τα 482 χιλιόμετρα που χώριζαν την πόλη τους, το Τζάροου, από το Λονδίνο και τη βρετανική κυβέρνηση, ζητώντας δουλειές για το εγκαταλελειμμένο βορειοανατολικό κομμάτι της χώρας. Η Πορεία του Τζάροου, όπως έμεινε στην ιστορία η (μάταιη) προσπάθειά τους, ήταν η μία από τις δύο εικόνες που ήρθαν στο μυαλό της Τζουντ Ουέμπερ, ανταποκρίτριας των «Financial Times» στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, όταν βρέθηκε κοντά στο καραβάνι των 4.000 μεταναστών, στην πλειονότητά τους από την Ονδούρα, που διασχίζουν επί του παρόντος το Μεξικό αναζητώντας το αμερικανικό όνειρο – ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ μιλάει για «εισβολή» και στέλνει στρατό στα σύνορα. Και η δεύτερη εικόνα όμως από την ίδια εποχή ήταν: νόμιζε πως βλέπει σκηνές από αμερικανικό μυθιστόρημα της εποχής της Μεγάλης Υφεσης.
Το αναπόφευκτο συμπέρασμα ήταν πως αυτό που μοιάζει στους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς σαν ένα κομμάτι του παρελθόντος, είναι για τους κατοίκους της Κεντρικής Αμερικής η σύγχρονη πραγματικότητα. «Είναι άσχημα τα πράγματα. Δεν υπάρχει δουλειά», εξήγησε στην Ουέμπερ ο 17χρονος Νόλβιν Φλόρες. «Αν έχεις δουλειά, δεν αρκεί για να ζήσεις. Και αν δεν δουλέψεις μια μέρα, δεν τρως. Προσπαθούμε να δραπετεύσουμε από την πείνα». Πολλά από τα μέλη αυτού του προπορευόμενου καραβανιού, αλλά και ενός δεύτερου, 2.000 μεταναστών, που κατάφερε να περάσει τη Δευτέρα τον ποταμό που χωρίζει τη Γουατεμάλα από το Μεξικό, έχουν βιώσει εκβιασμούς και φριχτή βία, συμπεριλαμβανομένης και της δολοφονίας συγγενών τους, στην Ονδούρα, μια χώρα που παραμένει από τις πλέον επικίνδυνες στον κόσμο. Οι ζωές ανθρώπων όπως ο Φλόρες, που δεν έχουν ούτε δουλειά, ούτε προοπτικές, ούτε κράτος πρόνοιας, μοιάζουν παγιδευμένες σχεδόν έναν αιώνα πριν.
Τα μέλη και των δύο καραβανιών που διασχίζουν επί του παρόντος το Μεξικό έχουν απορρίψει το σχέδιο βοήθειας του μεξικανού προέδρου Ενρίκε Πένια Νιέτο, ο οποίος τους προσέφερε ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση για τα παιδιά τους και προσωρινή εργασία με την προϋπόθεση ότι θα σταματήσουν την πορεία τους και θα καταθέσουν αίτημα ασύλου στις πολιτείες Τσιάπας και Οαχάκα. Ο Νιέτο προσπαθούσε να αμβλύνει την ένταση και να κρατήσει τους μετανάστες μακριά από τα σύνορα με τις ΗΠΑ – έστειλε όμως τις δυνάμεις ασφαλείας του να απωθήσουν το δεύτερο καραβάνι στα σύνορα με τη Γουατεμάλα, ένας άνθρωπος σκοτώθηκε στα επεισόδια που ξέσπασαν.
Με τις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου να πλησιάζουν, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει φροντίσει να μετατρέψει τα καραβάνια των κεντροαμερικανών μεταναστών σε προεκλογικό όπλο, υποστηρίζοντας πως ανάμεσά τους υπάρχουν τρομοκράτες (το Μεξικό ανακοίνωσε προχθές ότι δύο πολίτες της Ονδούρας που καταζητούνταν στη χώρα τους, ο ένας για τριπλό φόνο και ο δεύτερος για ναρκωτικά, συνελήφθησαν και στάλθηκαν αεροπορικώς πίσω, πέραν αυτού, ωστόσο, οι κατηγορίες Τραμπ δεν μοιάζει να έχουν καμία βάση) ή ακόμα ότι τα καραβάνια των μεταναστών χρηματοδοτούνται από τους Δημοκρατικούς και τον «συνήθη ύποπτο», τον (εβραίο) ουγγροαμερικανό επενδυτή και ακτιβιστή Τζορτζ Σόρος. Οι διαδηλωτές που τον υποδέχθηκαν, μάλιστα, προχθές στο Πίτσμπεργκ, τόπο της πρόσφατης σφαγής στη συναγωγή Δένδρο της Ζωής, τον κατηγορούσαν ότι όπλισε και αυτός με τον τρόπο του τα χέρια του δράστη.  «Πιστεύεις πως θα με αφήσουν να μπω στις ΗΠΑ;», ρώτησε την Τζουντ Ουέμπερ ο 17χρονος Νόλβιν Φλόρες. «Δουλεύω έξι χρόνια στα χωράφια. Δεν φοβάμαι τη σκληρή δουλειά. Είμαι συνηθισμένος». Το αμερικανικό του όνειρο είναι ταπεινό: να στείλει χρήματα πίσω στη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του, και κάποια στιγμή να επιστρέψει στην Ονδούρα ώστε να ανοίξει ένα μαγαζί. Αλλά η αποφασιστικότητά του είναι μεγάλη: «Αν πρέπει να πεθάνω για το αμερικανικό μου όνειρο, ας είναι. Στη χώρα μου, θα ήμουν ούτως ή άλλως νεκρός».