Δεκέμβριος του 1972. Ο Μάνος Χατζιδάκις μόλις έχει ολοκληρώσει την ηχογράφηση στον «Μεγάλο Ερωτικό» και μιλά στον Γ.Κ. Πηλιχό.

Είναι παραμονές του ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη και τις Βρυξέλλες, όπου ετοιμαζόταν για το ανέβασμα – σε συνεργασία με τον Μορίς Μπεζάρ στη σκηνή του Τεάτρ ντε λα Μονέ – της «Τραβιάτας» του Βέρντι με πρωταγωνίστρια τη Βάσω Παπαντωνίου. Συνέχεια είχε το Λονδίνο και η παγκόσμια πρώτη εκτέλεση της «Αμοργού» του Νίκου Γκάτσου (με Φλέρυ Νταντωνάκη και Σπύρο Σακκά) στο Φεστιβάλ Μπαχ.

«Δεν πιστεύω ότι ένα τραγούδι μπορεί να περιέχει ή να θίγει προβλήματα του καιρού μας. Εγώ δεν γράφω ερωτικά τραγούδια, αλλά για τον έρωτα. Κι ο έρωτας παραμένει πάντα ένα πρόβλημα όχι μόνο του καιρού μας, αλλά όλων των καιρών. Τα “προβλήματα του καιρού μας”, πολύ πιο ουσιαστικά περιέχονται στον τρόπο που αντιμετωπίζει κανείς τα μεγάλα θέματα, παρά την εξάντληση συνθημάτων και “μηνυμάτων”. Κατά συνέπεια, δεν θεωρώ ως προς τον εαυτό μου ότι αντιμετωπίζω προσωπικό πρόβλημα όταν γράφω ένα έργο σαν τον “Μεγάλο Ερωτικό”, αλλά ότι απλούστατα έχω την ωριμότητα να μην επιδιώκω εύκολη συμφιλίωση με την “ανήσυχη νεολαία” προσφέροντας επιπόλαια συνθήματα.

– Δηλαδή συνθέτες σαν τον Λέοναρντ Κοέν, λόγου χάρη, ή σαν τον Μπομπ Ντύλαν που με τα τραγούδια τους καταφέρονται κατά του πολέμου ή διαμαρτύρονται για τον εξευτελισμό του ανθρώπου από τη βία που έχει εξαπολυθεί σήμερα εναντίον του, προσφέρουν “επιπόλαια μηνύματα”;

Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ ανώτερο συνθέτη από εκείνους που μου αναφέρατε. Και εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να μιλάμε για συνθέτες και όχι για είδωλα. Γιατί εγώ δεν είμαι είδωλο»…

Η ιδέα του «Μεγάλου Ερωτικού» γεννήθηκε όπως εξηγεί ο συνθέτης «μια δεδομένη στιγμή διαβάζοντας τη “Μήδεια” του Ευριπίδη στη μετάφραση του Παντελή Πρεβελάκη. Από εκεί ξεκίνησα διαβάζοντας το στάσιμο “Ερωτα εσύ”. Αυτό ήταν η αφετηρία, το ξεκίνημα της ιδέας να κάνω έναν κύκλο τραγουδιών που να μιλάει για τον έρωτα, αλλά μέσα στην ελληνική παράδοση. Εψαχνα να βρω ανάμεσα από ποιήματα πολλών ποιητών. Η ιδέα μου ήταν να έχω κάτι από τη βιβλική ποίηση και πήρα το «Ασμα ασμάτων», να έχω επίσης αρχαίους τραγικούς – “Μήδεια”, δεύτερο στάσιμο. Επίσης με ενδιέφερε να έχω Καβάφη και ήθελα, περνώντας από τον Σολωμό, να φτάσω στις μέρες μας στον Ελύτη και τον Σαραντάρη. Από το κρητικό θέατρο πήρα την “Ερωφίλη”, τον μονόλογο και σιγά σιγά σχηματίσθηκε μέσα μου η ενότητα του κύκλου αυτού. Δεν κράτησα χρονολογική σειρά, μ’ όλο που το σκεφτόμουν στην αρχή. Αυτό όμως το είδα πολύ λογικό και καθόλου πραγματικό, διότι το έργο είναι συγχρόνως και μουσική, έχει μιαν άλλη ροή μαζί με τη μουσική. Επρεπε συνεπώς να δω τον “κύκλο” με ένα διαφορετικό πνεύμα. Αρχίζω έτσι με το πιο αισθηματικό στοιχείο – τον Ελύτη – με το πιο περιγραφικό για να καταλήξω στο ουσιαστικότερο, με τον Ευριπίδη και τον Χορτάτζη και το “Ασμα ασμάτων” που τελειώνει μάλιστα με τον τελετουργικό χαρακτήρα του έρωτα…

Ηθελα να δώσω εδώ στον τόπο μας δύο θαυμάσια δείγματα φωνών, δύο αληθινών τραγουδιστών, που δεν ενδιαφέρονται τόσο για σταδιοδρομία όσο για να κάνουν μουσική. Είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη με την οποία συνεργάζομαι από την Αμερική, είμαστε φίλοι και έχουμε αρχίσει να δουλεύουμε δύο χρόνια πριν και ο Δημήτρης Ψαριανός. Τον οποίο γνώρισα εδώ και με ενθουσίασε όχι μόνο το τέμπο της φωνής του που είναι ζεστό και αληθινά λαϊκό, αλλά η εξυπνάδα του και η σωστή τοποθέτησή του ως προς το τραγούδι, τη σταδιοδρομία και όλα αυτά τα “ηχηρά” στα οποία οι περισσότεροι γίνονται θύματα. Γιατί άλλο είναι να θέλεις να γίνεις καλός τραγουδιστής».