Ο Δημήτρης Τσάτσος προτιμούσε σε ένα τραπέζι να ξεκινήσει ένας συναγωνισμός ανεκδότων, παρά μια συζήτηση για τις πρόνοιες και τις ελλείψεις του Συντάγματος. Για τον κορυφαίο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, το Σύνταγμα ήταν πολύ σοβαρό ζήτημα για να χαλάσει μια όμορφη βραδιά. Η δική του προσέγγιση μπορεί για κάποιους να αποκάλυπτε έναν ιδιότυπο σνομπισμό που χαρακτηρίζει όλους τους σπουδαίους πανεπιστημιακούς, αλλά ο ίδιος υπονοούσε ότι είναι πιο δύσκολο να πετύχεις κάποιον που θα πει ένα πραγματικά έξυπνο ανέκδοτο, παρά να βρεθείς δίπλα σε κάποιον που δεν θα έχει άποψη, και μάλιστα παγιωμένη, για το Σύνταγμα.
Σχεδόν προ 20ετίας, ένα δείπνο που οργανώθηκε σε ένα από τα παλαιότερα – από την αναγεννησιακή εποχή – εστιατόρια του Στρασβούργου ίσως ήταν μια από τις σπάνιες φορές που ξέφυγε από τον κανόνα του. Το παλαιό ταβερνείο ήταν δική του επιλογή, σε μια τιμητική βραδιά για τον συνδαιτυμόνα του, Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο. Ο Τσάτσος εκείνο το βράδυ περιόρισε τα ανέκδοτα, που χώρεσαν πάντως και σε εκείνο το ιδιαίτερο τραπέζι, και έμπλεξε με τις συνταγματικές διατάξεις, επειδή είχε ο ίδιος συμβάλει καθοριστικά για τη σύνταξη του, φρέσκου ακόμη, αλβανικού Συντάγματος. Ο συνταγματολόγος δεν είχε αμφιβολία ότι το ελληνικό Σύνταγμα, παρά τα κενά και τις ελλείψεις ή τις ανάγκες εκσυγχρονισμού, είναι ένα από τα πιο προοδευτικά και πιο σύγχρονα της Ευρώπης. Οπως κι ένα από τα πιο περιγραφικά. Αυτό ίσως είναι και το μοναδικό δομικό πρόβλημά του: ο εκλιπών καθηγητής θα το ήθελε πιο λιτό, πεπεισμένος ότι έτσι θα αποφεύγονταν και πολλά ερμηνευτικά ζητήματα που κάθε τόσο ανακύπτουν. Οσο απλώνουν τα άρθρα και οι διατάξεις τόσο οι ειδικοί και μη, και πολύ περισσότερο τα δικαστήρια, θα δίνουν νέες ερμηνείες στο πνεύμα και τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη.
Αν η κυβερνητική πλειοψηφία δεν διαψεύσει τις δικές της προσδοκίες και δεν ανατρέπει το χρονοδιάγραμμα που έχει ήδη ανακοινώσει, από την προσεχή εβδομάδα η συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση θα ανοίξει κι επισήμως στη Βουλή. Εφόσον αυτή τη φορά η διαδικασία ολοκληρωθεί, θα πρόκειται για την τέταρτη αλλαγή του καταστατικού χάρτη της χώρας από το 1975. Εχει ενδιαφέρον ότι για κάποιους, ίσως για τους περισσότερους, όλο το σκηνικό αντιμετωπίζεται ως μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, αλλά να αξιοποιηθεί με σύνεση, επειδή για την επόμενη ευκαιρία θα πρέπει ενδεχομένως να περάσει μία δεκαετία. Πρόκειται για λάθος αφετηρία, που φανερώνει ότι οι αναθεωρήσεις που προηγήθηκαν απέτυχαν – κάποιες παταγωδώς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μία αναθεώρηση ήρθε να διορθώσει προβλήματα που προκάλεσε η προηγούμενη και όχι να επικαιροποιήσει ή να αλλάξει την κατεύθυνση ενός άρθρου από το αρχικό κείμενο, επειδή είχαν αλλάξει ριζικά οι συνθήκες και το κατέστησαν αναχρονιστικό. Αρκεί να μνημονεύσει κανείς τη διπλή αλλαγή στις διατάξεις για τον βασικό μέτοχο. Οπως και τη συζήτηση που έχει επανέλθει στο προσκήνιο για την αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, μια αλλαγή που στην πραγματικότητα θα αναθεωρεί το αναθεωρημένο κείμενο του 1986.
Το πρόβλημα βέβαια δεν έχει να κάνει με το Σύνταγμα, αλλά με την πολιτική και τους πολιτικούς που προσπαθούν να καλύψουν μέσα από μια αναθεώρηση τις ανάγκες και τις σκοπιμότητες της συγκυρίας. Προφανώς οι κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις επιβάλλουν αλλαγές, κυρίως επειδή δημιουργούνται νέες συνθήκες που δεν πρέπει να αγνοεί ο συντακτικός νομοθέτης, ο οποίος οφείλει να βλέπει μακριά. Αυτές οι αλλαγές, ωστόσο, δικαιολογούν προσθήκες στον καταστατικό χάρτη και όχι ριζικές μεταβολές. Σύνταγμα μιας χρήσης δεν υπάρχει, θα ‘λεγε και σήμερα ο Τσάτσος – και αν υπάρχει, δεν είναι Σύνταγμα.