Είναι άλλο πράγμα η διερεύνηση διαφόρων υποθέσεων. Και είναι εντελώς διαφορετικό η κατασκευή υπόπτων. Η γραμμή που χωρίζει τις δύο καταστάσεις δεν είναι λεπτή – το όριο είναι απολύτως ευδιάκριτο. Η κυβέρνηση όμως δεν πατάει απλώς με το ένα πόδι στο ένα πεδίο και με το άλλο πόδι στο άλλο. Αυτό που δείχνει να την ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να πλανάται η εντύπωση πως οι πολιτικοί της αντίπαλοι εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς. Την ενδιαφέρει να είναι εσαεί ύποπτοι.

Το συμπέρασμα αυτό δεν βασίζεται σε αφηρημένες εκτιμήσεις αλλά σε πραγματικά γεγονότα. Στο γεγονός ότι κυβερνητικός παράγοντας που περιγράφεται ως Ρασπούτιν ζητούσε από εισαγγελικό λειτουργό να προχωρήσει σε διώξεις ακόμη και χωρίς στοιχεία – «ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν» φέρεται ότι έλεγε. Αλλά και στο γεγονός ότι μέλος της κυβέρνησης διακήρυσσε πως για να ξανακερδίσει το κόμμα του στις εκλογές θα πρέπει να μπουν κάποιοι στη φυλακή. Είχε προηγηθεί δε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία ομολογούσε πως είχε υπόψη της το περιεχόμενο του φακέλου της Novartis και προανήγγελλε διώξεις.

Κρούσματα διαφθοράς αποκαλύπτονται σχεδόν παντού στον κόσμο. Παντού, όμως, η διαφθορά καταπολεμάται θεσμικά και όχι με την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Και ο λόγος είναι απλός: η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής είναι κι αυτή μια μορφή διαφθοράς. Εκείνης της μορφής διαφθοράς που δεν κυνηγάει το χρήμα, αλλά την εξουσία.