Το καλοκαίρι του 1934, το ελληνικό πολιτικό σύστημα βίωνε έναν ακόμα ισχυρό τριγμό. Αντίπαλοι οι… συνήθεις ύποπτοι της εποχής εκείνης, Ελευθέριος Βενιζέλος και Παναγής Τσαλδάρης. Αφορμή, αυτή τη φορά, είχε σταθεί ο νέος εκλογικός νόμος της κυβέρνησης Τσαλδάρη, αλλά και η επικείμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Στο επίκεντρο της αντιπολιτευτικής κριτικής είχε βρεθεί η πρόθεση της κυβέρνησης να ενοποιήσει τα εκλογικά σώματα των Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης και των μουσουλμάνων της Θράκης, καθώς και να τροποποιήσει τα όρια του νομού Κιλκίς.
Ο νέος εκλογικός νόμος χαρακτηρίστηκε από τον Βενιζέλο «νόμος μπακλαβαδοποιήσεως» και σύσσωμη η αντιπολίτευση δήλωσε ότι αν η κυβέρνηση Τσαλδάρη δεν τον καταργούσε, τότε αυτή, με τη σειρά της, δεν θα στήριζε την επανεκλογή του Αλέξανδρου Ζαΐμη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Στο μέσον αυτής της κρίσης, τον Σεπτέμβριο του 1934, ο Ελευθέριος Βενιζέλος καταγράφει τις σκέψεις του. Οχι όμως μόνο για τα γεγονότα της ταραγμένης εκείνης περιόδου (είχαν προηγηθεί η συνεχής εναλλαγή κυβερνήσεων, το αποτυχημένο κίνημα του Πλαστήρα και η εναντίον του Βενιζέλου απόπειρα δολοφονίας), αλλά κυρίως για μια ρηξικέλευθη αλλαγή του Συντάγματος που σχεδίαζε να πραγματοποιήσει. Πρόκειται για ένα από τα πιο σπάνια πολιτικά κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο μη προοριζόμενο για άμεση δημοσίευση, φέρει όλον τον αυθορμητισμό και την εύγλωττη αμεσότητα του εμβληματικού έλληνα πολιτικού.
Πώς είναι δυνατόν να παραμείνω εις την ηλικίαν των 70 ετών ως αρχηγός ενός μεγάλου κόμματος, όταν εγώ θεωρώ καθήκον μου ν’ αρνούμαι εις chauffeurs (17 χιλ. εις Αθήνας μόνον) τα αιτήματά των.
Οταν εθεώρησα καθήκον μου:
1) Να κάμω την δραχμοποίησιν.
2) Να συμβιβαστώ με τους εξωτερικούς δανειστάς.
3) Να ελαττώσω μισθούς δημοσίων υπαλλήλων.
4) Να καταργήσω συνδικαλιστικάς ελευθερίας των δημοσίων υπαλλήλων.
Ο δε κ. Τσαλδάρης:
1) Υπόσχεται 25% εις τους πρόσφυγας.
2) Υπόσχεται μεταρρύθμισιν νόμου σταθεροποιήσεως;
Οταν εγώ εφαρμόζω τον Numerus clausus και αυτοί επιτρέπουν εγγραφήν διπλασίου αριθμού φοιτητών θυσιάζοντες 2.000 νέων;
Θεμελιώδης αιτία του κακού η αντίληψις την οποίαν έχει το Λαϊκόν Κόμμα περί του πολιτεύματος.
Δεν απέκρυπτον ότι σκοπός του Νομοσχεδίου της μπακλαβαδοποιήσεως είναι το να διαιωνίσουν την εξουσία των.
Οτι ενώπιον ισχυράς αντιστάσεως της αντιπολιτεύσεως, εξικνουμένης εις μεγάλας διαδηλώσεις, η κυβέρνησις δεν ημπορεί να επιμένη εις εφαρμογήν των μέτρων της (όρα «Sorel: Reflexions sur la violence» σ. 224-5).
Κανείς φόβος καταχρήσεως εκ μέρους της αντιπολιτεύσεως. Διότι κριτής θα είναι η κοινή γνώμη και αν αυτή δεν είναι ευνοϊκή, η κυβέρνησις θα δύναται να επιβάλη την ψήφισιν και εφαρμογήν των μέτρων της, ή να κάμη έκκλησιν εις τον λαόν, διαλύουσα την Βουλήν και προβαίνουσα εις νέας εκλογάς.
Η προσπάθειά μου όπως οργανώσω την Ελλάδα εις συγχρονισμένον κράτος με κυβέρνησιν αποβλέπουσαν εις κάθε περίστασιν εις το κοινόν συμφέρον, απεδείχθη ως καθ’ υπερβολήν αισιόδοξος.
Αν είχεν επιτευχθή η οικουμενική κυβέρνησις, θα επρολαμβάνετο η νέα έξοδος των Ελλήνων υπηκόων εκ Τουρκίας, διότι θα επείθοντο ούτοι ν’ αλλάξουν την ιθαγένειάν των.
Η αντίληψις του κυβερνάν διά το Λαϊκόν Κόμμα είναι ότι η κατάληψις της αρχής σκοπόν έχει ουχί την εξασφάλισιν της κοινής ευημερίας, αλλά την εκμετάλλευσιν του κράτους υπέρ του κομματικού συμφέροντος (το αμπέλι του κ. Τσαλδάρη).
Τα προβλήματα που εγέννησεν η μεταπολεμική εποχή και η επακολουθήσασα μετά το 1929 παγκόσμιος κρίσις, επέβαλον την ανάμειξιν του κράτους εις την διεύθυνσιν της εθνικής οικονομίας. Διά την διεύθυνσιν ταύτην το κοινοβουλευτικόν κράτος ήτο ήκιστα παρεσκευασμένον. Ως εκ της επεκτάσεως δε της δράσεώς του, τα κακά του κοινοβουλευτισμού απέβησαν μεγαλύτερα και καταφανέστερα. Μόνον πολιτικά κόμματα των οποίων την δράσιν εμπνέει η εξυπηρέτησις του κοινού συμφέροντος, θα ηδύναντο να προφυλάξουν το κοινοβουλευτικόν κράτος από την πολιτικήν χρεωκοπίαν την οποίαν επιφέρει η βασιλεία της δημαγωγίας.
Αλλ’ η θεραπεία των κακών του κοινοβουλευτισμού δεν δύναται να ζητηθή από την εγκατάλειψιν των δημοκρατικών αρχών.
Εάν την αρχήν καταλάβουν αυτοχειροτόνητοι δικτάτορες, θ’ αρχίσει εποχή διαρκών αναστατώσεων.
Την εκτελεστικήν επομένως εξουσίαν μόνο ο λαός διά της ψήφου του δύναται να εγκαταστήση.
Αλλ’ η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος ν’ ανταποκριθή προς τα καθήκοντά της, διότι είναι ανίσχυρος, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθ. εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν από την ανάγκην να μη δυσαρεστήση τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας, διά να μη διακινυνεύση η επανεκλογή των αποτελούντων αυτήν βουλευτών.
Διά τούτο ο αρχηγός της Εκτελεστικής Εξουσίας πρέπει ν’ αναδεικνύεται δι’ εκλογής υπό του λαού και ουχί υπό των νομοθετικών σωμάτων, να εκαθή η αρχή του επί 7 έτη, όπως εν Γαλλία, και να έχη το δικαίωμα της αρνησικυρίας των νόμων.
Δεν δύναται να κρατήση κυβέρνησιν, η οποία δεν απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής.
Αλλ’ ημπορεί να μη ενδώση και δημοσιεύση νόμους ψηφισθέντας υπ’ αυτής, εκτός αν ούτοι, όπως εν Αμερική ψηφισθούν εκ δευτέρου υπό των δύο νομοθετικών σωμάτων με την πλειοψηφίαν των 2/3 των μελών των.
Εάν ως εκ της αρνήσεως ταύτης προκληθή σύγκρουσις και ευρεθή εις την ανάγκην ο Πρόεδρος να διαλύση την Βουλήν, τότε εις περίπτωσιν καθ’ ήν ο λαός διά της ψήφου του εγκρίνει την πολιτικήν της παραιτηθείσης κυβερνήσεως η αρχή του Προέδρου της Δημοκρατίας τερματίζεται αυτομάτως.
Η βεβαίωσις του γεγονότος τούτου, αν αμφισβητήται υπό του Προέδρου, γίνεται υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσει ενός ή πλειόνων εκ των πολιτικών κομμάτων.
Ως εκ της συνεπείας ταύτης της διαλύσεως της Βουλής, δύναται (και πρέπει) η διάλυσις να γίνεται υπό του Προέδρου άνευ ανάγκης εγκρίσεως υπό της Γερουσίας.
Αλλά δεν πρέπει να ενισχυθή η θέσις του Προέδρου της Δημοκρατίας απέναντι των νομοθετικών σωμάτων.
Πρέπει και εις την εκ της πλειοψηφίας της Βουλής σχηματιζομένην κυβέρνησιν να δοθή μείζων ελευθερία κινήσεως.
Πρέπει να δύναται να θέτη νόμους, αφού γνωμοδοτήσουν επ’ αυτών το Οικονομικόν Συμβούλιον και το Συμβούλιον της Επικρατείας. Εξαιρούνται οι νόμοι διά τους οποίους κατά το ισχύον σήμερον Σύνταγμα δεν επιτρέπεται νομοθετική εξουσιοδότησις.
Τους ούτω τιθεμένους υπό της κυβερνήσεως νόμους δύνανται να τροποποιήσουν τα νομοθετικά σώματα, εφ’ όσον διαρκεί η σύνοδός των, αλλά δεν δικαιούνται οι βουλευταί να προτείνουν αύξησιν των εξόδων ή ελάττωσιν των εσόδων του προϋπολογισμού.
Η Βουλή συνέρχεται κατ’ έτος εις τρεις τακτικάς συνόδους, εκάστη των οποίων δεν δύναται να διαρκέσει πλείονας των 3 εβδομάδων. Μόνον διά Προεδρικού Διατάγματος, προκαλουμένου υπό της κυβερνήσεως, δύναται να παραταθή η διάρκεια εκάστης συνόδου.
Η πρώτη άλλωστε μετά την εκλογήν του Προέδρου κυβέρνησις, αφού λάβη την εμπιστοσύνην της Βουλής και περατώση την αναθεώρησιν του πολιτεύματος, θα κυβερνήση επί εν και ήμισυ έτος άνευ παρουσίας της Βουλής. Κατά το διάστημα τούτο θα συσταθούν μεγάλαι Επιτροπαί εκ κοινοβουλευτικών και μη κοινοβουλευτικών μελών. Εις τας Επιτροπάς αυτάς θα κληθούν να μετάσχουν τόσοι νέοι αρτίας μορφώσεως, οι οποίοι μέχρι τούδε … [ασυμπλήρωτος η φράσις αύτη εις το χειρόγραφον] όπως μελετήσουν όλους τους οργανισμούς της διοικήσεως και προτείνουν τας αναγκαίας μεταρρυθμίσεις επί των οποίων θ’ αποφανθή οριστικώς η κυβέρνησις διά νομοθετικών διαταγμάτων.
Μόνον διά τα θέμματα διά τα οποία κατά το ισχύον Σύνταγμα δεν επιτρέπεται νομοθετική εξουσιοδότησις, θα συγκροτηθή υπό της πρώτης Βουλής Επιτροπή άνευ της συμφώνου γνώμης της οποίας η Κυβέρνησις δεν δύναται να εκδώση νομοθετικά διατάγματα αφορώντα τα θέματα ταύτα.
Εννοείται ότι και κατά την διάρκειαν των 18 τούτων μηνών η κυβέρνησις δύναται οποτεδήποτε το κρίνει χρήσιμον να καλέση την Βουλήν, όπως υποβάλη εις την ψήφον της ωρισμένα νομοθετικά μέτρα.
Ανάγκη μονίμων Υφυπουργών δι’ όλους τους κλάδους. Περιορισμός πολιτικών υπουργών εις ολίγα υπουργεία, ων έκαστος θα διευθύνη πλείονα υφυπουργεία υπό μονίμους υφυπουργούς.
Οι μόνιμοι υφυπουργοί θα δύνανται να τίθενται εις διαθεσιμότητα.
Οι πολιτικοί υπουργοί θα ήσαν:
1) των Εσωτερικών, περιλαμβάνων Υγιεινήν και Κοινωνικήν Πρόνοιαν.
2) Εξωτερικών.
3) Εθνικής Οικονομίας, περιλαμβάνων της Γεωργίας.
4) Οικονομικών.
5) Εθνικής Αμύνης, περιλαμβάνων τα τρία στρατιωτικά υπουργεία.
6) Παιδείας.
7) Δικαιοσύνης.
8) Συγκοινωνίας και Δημοσίων Εργων.
Την ανάγκην της ενισχύσεως της Εκτελεστικής εξουσίας αντελήφθην ευθύς ως η παγκόσμιος κρίσις επηρέασε και την ιδικήν μας πολιτικήν ζωήν, μετά την εγκατάλειψιν υπό της Αγγλίας του χρυσού κανόνος και την παύσιν του εξωτερικού δανεισμού, η οποία έθεσεν εις κίνδυνον την σταθεροποίησιν της δραχμής.
Επρότεινα ως εκ τούτου από του Μαρτίου του 1932 την Οικουμενικήν κυβέρνησιν, όταν το Λαϊκόν Κόμμα αντεπροσωπεύετο από 22 μόνον βουλευτάς.
Επεδίωξα την συγκρότησιν κυβερνήσεως ευρυτάτου Συνασπισμού τον Μάιον 1932 διά της παραιτήσεώς μου, κατόπιν της αντιδράσεως, της αντιπολιτεύσεως κατά του νομοσχεδίου περί Τύπου.
Εδέχθην μετά τας εκλογάς της 25ης Σεπτεμβρίου (1932) την υπό του κ. Ζαήμη προταθείσαν συγκρότησιν της Οικουμενικής, την οποίαν ηρνήθησαν οι Λαϊκοί με δύναμιν 96 μόνον βουλευτών.
Οταν απεκρούσθη εζήτησα να διευκολύνω την συγκρότησιν κυβερνήσεως ευρέος Συνασπισμού εκ των κομμάτων της τότε αντιπολιτεύσεως δεχθείς να δώσω ευρυτάτην εξουσιοδότησιν και οκτάμηνον διακοπήν των εργασιών της Βουλής.
Οταν παρητήθη τον Ιανουάριον του 1933 η πρώτη κυβέρνησις Τσαλδάρη και μας εδηλώθη υπό γερουσιαστού Κανελλοπούλου ότι Λαϊκόν Κόμμα θα εδέχετο συγκρότησιν Οικουμενικής, επροτείναμεν αυτήν διά του κ. Παπαναστασίου αλλ’ επί ματαίω.
Ο κ. Τσαλδάρης προελθών από την ψήφον της μειοψηφίας των εκλογέων της Βουλής και έχων αντίθετόν του την πλειοψηφίαν της Γερουσίας, ησθάνθη αρκετά ισχυρούς τους ώμους του διά ν’ αναλάβη μονομερώς την λύσιν των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Και διά να διευκολυνθή το έργον του ανέλαβε να απειλή από καιρού εις καιρόν ότι θα εξέλθη της νομιμότητος και ότι θα καταλύση την Γερουσίαν.
Υπέρ της δημοκρατικής ελευθερίας και του κοινοβουλευτισμού. Αλλ’ όπως εφαρμόζεται ούτος από ένα μεγάλο κόμμα, οδηγεί εις την Τυραννίαν της δικτατορίας.
«Η Δημοκρατία δεν είναι ένα σύστημα επινοηθέν διά να εξασφαλίση την οικονομικήν ή κοινωνικήν επικράτησιν μιας οίας δήποτε τάξεως. Είναι εν τελευταία αναλύσει, ένα σύστημα αμοιβαίας ασφαλείας εναντίον ακρωτηριασμού των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με απώτερον σκοπόν αυτά τα δικαιώματα και αι ελευθερίαι αμοιβαίως ασφαλιζόμεναι, να χρησιμοποιηθούν εν πνεύματι αφοσιώσεως προς το κοινόν αγαθόν. Η πρακτική της αληθούς Δημοκρατίας απαιτεί προσωπικήν υπηρεσίαν και προσωπικήν θυσίαν εκ μέρους των λειτουργών της. Ούτω ερμηνευομένη η Δημοκρατία είναι ικανή διά μιαν ελευθέραν δράσιν, την οποίαν ουδείς των εχθρών της δύναται ν’ ανταγωνισθή. Εάν υπηρετηθή με ζωτικότητα και εντιμότητα δύναται να δείξη εις τον κόσμον ένα ασφαλέστερον και υγιέστερον δρόμον, υπερβάλλοντα τας συγχρόνους δυσχερείας, από ό,τι δύναται να προσφέρη οιοσδήποτε αντικαταστάτης της ατομικής ελευθερίας».
(W. Steed, «Wence and Whither»).
Αποχωρών της πολιτικής είμαι ευτυχής ότι αφήνω την χώρα προικισμένην με το Συμβούλιον της Επικρατείας.