Τι πιθανότητες έχει να επιβιώσει ένα πρόωρο μωρό μόλις 22 εβδομάδων – με την ολοκλήρωση δηλαδή του πέμπτου μήνα εγκυμοσύνης; Κι αν νικήσει τη μάχη για τη ζωή του, πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος αναπηρίας; Μπορεί το ελληνικό σύστημα Υγείας να προσφέρει τα απαραίτητα «όπλα» στους λιλιπούτειους αυτούς μαχητές που κατά κανόνα το σωματικό τους βάρος δεν ξεπερνά τα 500 γραμμάρια, ώστε να επιβιώσουν;
Τα παραπάνω ερωτήματα βασανίζουν την επιστημονική κοινότητα (νεογνολόγοι, παιδίατροι, μαιευτήρες – γυναικολόγοι κ.λπ.) τα τελευταία 24ωρα, με τους εκπροσώπους των ειδικοτήτων που εστιάζουν στη σύλληψη, τον τοκετό και την υγεία του νεογνού να στέκονται αιφνιδιασμένοι απέναντι στην πρόσφατη εγκύκλιο του υπουργείου Υγείας που γεννά περισσότερα ερωτηματικά παρά επιλύει τα παραπάνω ερωτήματα.
Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Ειδικότερα στις 29 Αυγούστου το υπουργείο Υγείας, αποδεχόμενο τη σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), μείωσε το όριο βιωσιμότητας του νεογνού στις 22 εβδομάδες κύησης από τις 25 1/2 εβδομάδες – όπως ίσχυε έως και την προηγουμένη της έκδοσής της.
Η αιτιολόγηση της απόφασης έχει ως εξής: «Στη χώρα μας η Ελληνική Στατιστική Αρχή συλλέγει τα δεδομένα του συνόλου των ιατρικών πιστοποιητικών θανάτου, μέσω των ληξιαρχείων της χώρας και του πληροφοριακού συστήματος του υπουργείου Εσωτερικών, προκειμένου να καταρτίσει τις στατιστικές αιτιών θανάτου, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλο ερευνητικό, κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον και αποτελούν τη βάση για την παρακολούθηση της δημόσιας υγείας και τον καθορισμό των σχετικών πολιτικών και στόχων».
Ετσι, οι συντάκτες, επικαλούμενοι την απαραίτητη εναρμόνιση της χώρας με τη Eurostat, που περιλαμβάνει στις στατιστικές αιτίες θανάτου και τη μεταβλητή των νεογνικών θανάτων σε συνδυασμό με την ηλικία κύησης, καταλήγουν ότι «υποχρεωτικά οι μεταβλητές της θνησιγονίας περιλαμβάνουν τους εμβρυϊκούς θανάτους από την ηλικία κύησης των 22 εβδομάδων».
Υπό τα νέα αυτά δεδομένα καταρτίστηκε σχετικό ερωτηματολόγιο περιγεννητικών στοιχείων, το οποίο θα πρέπει να συμπληρώνεται από τα νοσοκομεία, τα μαιευτήρια και τις κλινικές. Επιπλέον οι συντάκτες της εγκυκλίου επιμένουν στην «έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση των ιατρών και των μαιών αναφορικά με την αλλαγή του ορίου βιωσιμότητας του νεογνού στις 22 εβδομάδες».
Σύμφωνα εντούτοις με τους ειδικούς, η στατιστική αυτή λεπτομέρεια φέρνει τεράστια ανατροπή στην περιγεννητική φροντίδα εφόσον εφαρμοστεί και στην κλινική πράξη. Οι μαιευτήρες – γυναικολόγοι θα πρέπει να αλλάξουν τον ορισμό της αποβολής (όπως όριζαν την απώλεια ενός μη βιώσιμου εμβρύου πριν από την 24η εβδομάδα) και να φέρνουν στον κόσμο πολύ πρόωρα μωρά, με τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
«Η μείωση του ορίου βιωσιμότητας είναι ένα θέμα που χωράει μεγάλη συζήτηση και επιστημονικό διάλογο. Η ΕΕ έχει προχωρήσει σε μια σχετική σύσταση, στην πράξη όμως τα κράτη – μέλη έχουν προσαρμόσει τα όρια βιωσιμότητας με γνώμονα τις δυνατότητες των υγειονομικών συστημάτων τους» σημειώνει στα «ΝΕΑ» η παιδίατρος – νεογνολόγος Αντωνία Χαρίτου, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιγεννητικής Ιατρικής και γενική γραμματέας της Ελληνικής Νεογνολογικής Εταιρείας.
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. Είναι ενδεικτικό ότι θνησιγένεια (μη αποβολή) υπολογίζεται πάνω από τις 25 1/2 εβδομάδες στο Βέλγιο και στην Ιταλία, πάνω από τις 24 εβδομάδες στην Πορτογαλία και την Ισπανία (συνυπολογίζεται και το σωματικό βάρος του εμβρύου που πρέπει να ξεπερνά τα 500 γρ.), ενώ στη Γαλλία πάνω από τις 22 εβδομάδες.
Η ίδια, δε, θέτει μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο με αρνητικές συνέπειες για τη χώρα μας. «Η περιγεννητική θνησιμότητα αποτελεί τον πιο ευαίσθητο δείκτη της επάρκειας του υγειονομικού επιπέδου μιας χώρας. Τα νέα δεδομένα είναι βέβαιο ότι θα αυξήσουν τα ποσοστά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιολόγηση του εθνικού μας συστήματος υγείας».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πεδίο αυτό έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια θεαματική εξέλιξη στην Ελλάδα, γεγονός που αποδίδεται στην καλύτερη εκπαίδευση και στη στενή συνεργασία μεταξύ νεογνολόγων και μαιευτήρων – γυναικολόγων. Παρ’ όλα αυτά, στον πίνακα αποδεκτών της εγκυκλίου δεν αναφέρονται οι αρμόδιες επιστημονικές ενώσεις, όπως η Ελληνική Εταιρεία Μαιευτικής – Γυναικολογίας, η Ελληνική Εταιρεία Περιγεννητικής Ιατρικής, η Ελληνική Νεογνολογική Εταιρεία, οι οποίες – σύμφωνα με τα στελέχη τους – δεν κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν επί του συγκεκριμένου θέματος.
Ειδικότερα και σύμφωνα με την Αντωνία Χαρίτου, οι χώρες στις οποίες καταγράφονται οι καλύτερες επιδόσεις στην αντιμετώπιση πολύ πρόωρων μωρών είναι η Ιαπωνία και ο Καναδάς, εκεί όπου οι προηγμένες μονάδες υποδοχής πρόωρων βρεφών αποτελούν γεγονός.
ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ. Πίσω στη χώρα μας, όπου το ΕΣΥ μάχεται καθημερινά με ελλείψεις σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η συζήτηση περί αντιμετώπισης πολύ πρόωρων μωρών, σύμφωνα με τον Γιώργο Φαρμακίδη, καθηγητή Μαιευτικής – Γυναικολογίας και Εμβρυομητρικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Stony-Brook στη Νέα Υόρκη, θα έπρεπε να μετατεθεί για το μέλλον.
«Εφόσον έχουν επιλυθεί άλλα – πρακτικά, πλην όμως ουσιαστικά – θέματα που αφορούν την ενίσχυση του υγειονομικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναπτυχθούν τα περιγεννητικά κέντρα, όπως έχει νομοθετηθεί» σημειώνει. Επιπλέον, βάζει στο τραπέζι του διαλόγου και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες στη χώρα μας, εκτιμώντας ότι «εάν γεννηθεί ένα πολύ πρόωρο βρέφος στη νησιωτική χώρα, ο χρόνος που θα μεσολαβήσει για να αεροδιακομιστεί σε μονάδα νεογνών θα είναι καταλυτικός για την επιβίωση αλλά και την ποιότητα της ζωής του στην περίπτωση που αντεπεξέλθει».
Προσθέτει επίσης: «Εάν εφαρμοστεί η οδηγία αυτή στην κλινική πράξη, θα οδηγήσει μοιραία σε αύξηση των καισαρικών τομών, αύξηση των αναγκών σε μονάδες εντατικής νοσηλείας νεογνών, αλλά και σε αύξηση των εγκεφαλικών βλαβών στα πρόωρα νεογνά».