Σήκωσαν τα μανίκια και μαζί με τον ζωγράφο Αλέξη Κυριτσόπουλο προσπάθησαν να μεταμορφώσουν τον χώρο. Τα κατάφεραν. Η σάλα του Αλσους έγινε το στέκι τους και οι  Αθηναίοι ανανέωσαν τη σχέση τους με το ρεμπέτικο και το παλιό λαϊκό τραγούδι. Από εκείνη την ομάδα της Οπισθοδρομικής Κομπανίας το «κορίτσι» ξεχώρισε και το όνομά του έγινε συνώνυμο των εκλεκτικών ερμηνειών. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη εξακολουθεί να δίνει τους καρπούς της καλλιτεχνικής έκφρασης ακολουθώντας τις εσωτερικές συντεταγμένες της. Σεβαστό στοίχημα που ξαναμπαίνει τώρα με συμπαίκτη τον Γιάννη Κότσιρα, εκπρόσωπο της επόμενης γενιάς. Ξανασμίγουν έπειτα από 27 χρόνια και ειδικά για την περίσταση μιλούν στα «Πρόσωπα» για τη διαδρομή τους στο τραγούδι και όσα τους ενώνουν.

Ελευθερία Αρβανιτάκη

«Θυμάμαι ότι ο γιος του Οικονομίδη μας είπε για τον χώρο του Αλσους. Ηταν εγκαταλειμμένος και τον υιοθετήσαμε. Και γι’ αυτό λέω ότι τα πιο ξένοιαστα μουσικά μου χρόνια ήταν αυτά με την Οπισθοδρομική Κομπανία. Ημασταν μια ομάδα μουσικών που μοιραζόμασταν τις ευθύνες. Τα πέντε χρόνια που έκατσα με την ομάδα με χαρακτήρισαν τόσο πολύ, που συμπεριφέρομαι πάντα σαν να βρίσκομαι σε ένα γκρουπ. Ετσι νιώθω και τώρα με τον Γιάννη. Οτι έχουμε δημιουργήσει μια ομάδα. Αλλά και σε όλες μου τις συνεργασίες το επιδιώκω. Γι’ αυτό και με το γκρουπ που έχω φτιάξει είμαστε πολλά χρόνια και φυσικά έχουν άποψη για το πρόγραμμα. Και η βοήθειά τους είναι τεράστια.

Υπάρχουν περίοδοι που το κοινό δεν ευχαριστιέται με το υλικό που βγάζεις και τραβιέται πίσω. Αυτό το έχω αισθανθεί. Η τελική μας προσπάθεια όμως είναι το λάιβ. Κάθε βράδυ κρινόμαστε από το μηδέν. Ακόμη νιώθουμε, νομίζω θα συμφωνήσει και ο Γιάννης, το άγχος της πρώτης φοράς. Δεν είναι αυτονόητη η αποδοχή του κόσμου. Εκείνοι που τρελαίνονταν για σένα, δηλαδή, ότι εξακολουθούν να αισθάνονται το ίδιο.

Σε κάθε εμφάνιση να είσαι εκεί και να προσπαθήσεις να περάσεις στο κοινό. Είναι μια ερωτική σχέση. Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι μια συνεχής εργασία η οποία σε αποδυναμώνει. Αν π.χ. μια βραδιά δεν πάει καλά, βγαίνεις “πτώμα” από το λάιβ γιατί αισθάνεσαι ότι είσαι σε ένα πλοίο και το τραβάς με ένα σκοινί.

Οι καλλιτέχνες όλοι είμαστε νάρκισσοι. Οπως και σε άλλους χώρους. Στον δικό σας, στους πανεπιστημιακούς. Αποστάγματα της πολύχρονης πείρας τους που δύσκολα θα υπήρχαν στο μυαλό τους όταν ξεκινούσαν.

Είχα ακούσει τον Γιάννη να λέει το “Δεν θα ξαναγαπήσω” και εντυπωσιάστηκα γιατί είχε ξεχωριστή χροιά. Δεν ήταν μια από τις φωνές που την ακούς και μπερδεύεσαι ποιος είναι. Είχε  ταυτότητα. Στην οντισιόν τον έβαλα να πει λαϊκά τραγούδια διότι χρειαζόμουν έναν άνθρωπο μαζί με τον Αλκίνοο να κάνουμε ένα αφιέρωμα στα λαϊκά. Ο Γιάννης αυτό το είχε στο τσεπάκι του. Εχει και αισθητική και αυτό φάνηκε στην πορεία του, η οποία έχει μόνο παράσημα. Διαθέτει συνέπεια και μυαλό. Τι να το κάνεις το ταλέντο αν δεν έχεις μυαλό; Εστιάζω στην προσωπικότητα των ανθρώπων που συνεργάζομαι. Στον λόγο που εκφέρουν και στις επιλογές τους. Αν προσέξεις στο τι  θέλει να τραγουδήσει ένα νέο παιδί, αυτομάτως καταλαβαίνεις και ποια θα είναι η πορεία του».

Γιάννης Κότσιρας

«Δεν υπήρχε στις δικές μου συνεργασίες το πρώτο όνομα που θα κουβαλούσε την ευθύνη όλου του πράγματος. Και φυσικά συμφωνώ σε ό,τι αφορά το μοίρασμα που ανέφερε η Ελευθερία. Είναι ανανέωση να σου προτείνουν έναν διαφορετικό τρόπο για να παίξουν ένα τραγούδι που το παίζουμε συνέχεια. Αυτό μας δίνει ανάσες. Αλλά δεν είναι πάντα ξένοιαστα.

Οσο μεγαλώνουμε, μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις. Και θέλω να προσθέσω σε αυτό που είπε η Ελευθερία για το κράτημα του κοινού. Αυτή η στάση του δεν θα πρέπει να αποτρέψει στο να ρισκάρουμε ξανά και να προτείνουμε καινούργια πράγματα. Δεν είμαστε πολιτικοί. Κρινόμαστε κάθε μέρα. Εχουμε κατεβάσει παραστάσεις γιατί δεν πήγαιναν καλά. Μου είχε πει κάποτε ένας γιατρός ότι υπάρχουν τρία επαγγέλματα με τα οποία ο άνθρωπος γερνάει μέσα του δέκα χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους: ναυτικός, αεροπόρος και καλλιτέχνης. Οι καλλιτέχνες, μάλιστα, μου είπε ότι έχουν το τριπλάσιο άγχος από εκείνους που έχουν να πάνε να διεκπεραιώσουν καθημερινά μια δουλειά σε ένα γραφείο. Ρισκάρουμε κάθε μέρα τις καλλιτεχνικές ζωές μας. Κάποια στιγμή φώναξα έναν συνεργάτη μου να μου φέρει κάτι στην σκηνή, έφυγε τρέχοντας και μου είπε “πώς το κάνεις αυτό;”.

Σε επίπεδο live με έβγαλε η Ελευθερία το 1995. Λέω με έβγαλε γιατί έτσι είναι ουσιαστικά και μεταφορικά. Στην πρώτη συναυλία στη Θεσσαλονίκη, θυμάμαι, δεν ήθελα να βγω και μου έδωσε μια σπρωξιά και βγήκα. Πριν από εμένα τραγουδούσε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ο οποίος είχε ήδη κάνει επιτυχία με την αγορά του “Αλ Χαλίλι”. Εγώ είχα μόνο την “Αλεξάνδρεια” που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Εγώ θα τραγουδούσα και τον “Αύγουστο” του Νίκου Παπάζογλου. Στον δρόμο με προετοιμάζει λέγοντας: «Πρόσεξε, κακομοίρη μου, γιατί στη Θεσσαλονίκη, όταν δεν λες καλά αυτό το τραγούδι, θα ακούσεις γιούχου ή θα φας ντομάτα. Πού να βγω εγώ…».

Πώς θα χωρέσετε τις επιτυχίες τριών δεκαετιών σε τρεις ώρες;

Ε.Λ.: Είμαστε παραμυθάδες ή τουλάχιστον θέλουμε να είμαστε και να αφηγούμαστε μέσα από τα τραγούδια μας μια ιστορία. Η τέχνη μας είναι να βρεθεί η σύμπνοια ανάμεσα σε εμάς και στο κοινό. Είναι σημαντικό να αισθανόμαστε ότι ο κόσμος που μας ακούει μεγαλώνει μαζί μας. Αυτή είναι ιστορία ενός τραγουδιστή.

Γ.Κ.: Προσπαθούμε να φτιάξουμε σ’ αυτό το τρίωρο της παράστασης μια γυάλινη σφαίρα που να προστατεύει από τα προβλήματα του έξω κόσμου, να δημιουργήσουμε έναν πάρα πολύ ωραίο κόσμο μέσα στον οποίο θα ζήσει αυτός που θα έρθει για να μας ακούσει.

Ποια τραγούδια δεν μπορείτε να βγάλετε από το πρόγραμμά σας γιατί σας το επιβάλλει το κοινό;

Ε.Α.: Το «Κόκκινο φουστάνι», το «Μένω εκτός».

Γ.Κ.: Την «Αλεξάνδρεια». Σε μια παράσταση δεν είπα «Το τσιγάρο» και μου το φώναξε το κοινό. Το ίδιο είχε γίνει και με την «Αλεξάνδρεια».

Οι δύσκολες στιγμές πώς καταγράφονται;

Γ.Κ.: Π.χ. μπορεί κάποιος να μου φέρει ένα τραγούδι για να το πω, να μην μου αρέσει και να το αρνηθώ. Γι’ αυτόν εγώ είμαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου. Κάθε μας πράξη όμως έχει συνέπειες.

Ε.Α.: Είναι μια μορφή απόρριψης αυτό. Και φυσικά δεν μας αρέσει να μας απορρίπτουν.

Τι είναι αυτό που θα θέλατε να μείνει από αυτή τη συνάντησή σας στη σκηνή;

Ε.Α.: Μια πολύ ωραία συνεργασία ανθρώπων που αγαπάνε τη δουλειά τους και την τέχνη τους. Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η εμπιστοσύνη.

Γ.Κ.: Θα ήθελα να μου αφήσει το ίδιο που μου άφησε όταν είχαμε συνεργαστεί για πρώτη φορά. Υστερα από 20 χρόνια να διηγούμαι με τόση αγάπη τις ιστορίες που έζησα μαζί της.