Το «Τραμ 83» είναι ένα διάσημο νάιτ κλαμπ στο Λουμπουμπάσι (πρώην Ελιζαμπέτβιλ) της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, γενέτειρα του νεαρού εκπατρισμένου στην Αυστρία συγγραφέα. Μιλάμε για τη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής, με άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές (νερά, δάση, ενέργεια, βιοποικιλότητα, ορυκτούς πόρους κ.ά.) και μια πανσπερμία φυλών και γλωσσών. Το τροπικό δάσος βροχής καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, με τον ποταμό Κονγκό και τους παραποτάμους του να συγκροτούν ένα από τα πυκνότερα υδατικά δίκτυα παγκοσμίως. Χρειάστηκαν αιώνες για να γίνει προσπελάσιμο στους Ευρωπαίους το εσωτερικό του δασωμένου αυτού κομματιού, κάτι που έγινε μόνο στα τέλη του 19ου αι., όταν το Κονγκό προσαρτήθηκε από τον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο.
Πολλά έχουν γραφτεί για την περίοδο αυτή της βίαιης αποικιοποίησης, ορισμένα μάλιστα ως προπαγάνδα εκ μέρους των άλλων αποικιακών δυνάμεων (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πορτογαλία), που δεν ακολούθησαν ηπιότερες μεθόδους προσάρτησης. Η αλήθεια είναι ότι οι εξαιρετικά δύσκολες εδαφοκλιματικές συνθήκες έκαναν δυνατό τον εποικισμό και την κατασκευή έργων υποδομής μόνο με εξαιρετικά καταπιεστικές μεθόδους, ορατές μεταξύ άλλων στην «Καρδιά του Σκότους» του Κόνραντ. Η κληρονομιά αυτή είναι ακόμα ζωντανή στην τοπική συλλογική μνήμη και η οικειοποίησή της στις μέρες μας είναι ένα από τα βασικά θέματα στο μυθιστόρημα του Μουζίλα. Ηδη από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε για τις εγκαταλειμμένες υποδομές μιας χώρας που σπαράσσεται από σειρά πολέμων, πραξικοπημάτων και εδαφικών αποσχίσεων: «…ήταν μια σιδηροκατασκευή που δεν τέλειωσε ποτέ κι έμεινε έτσι, διαλυμένη από τις οβίδες. Ράγες, βαγόνια και ατμομηχανές που θύμιζαν τους σιδηροδρόμους του Στάνλεϊ, χωράφια μανιόκας, φτηνοκαταλύματα, λιγδιασμένα μαγέρικα, μπορντέλα, εκκλησίες της Πεντηκοστής, φουρνάρικα και θόρυβοι ενορχηστρωμένοι από ανθρώπους κάθε λογής…».
Ηδη από τα αποικιακά χρόνια η νοτιοδυτική περιοχή του Κονγκό, η Κατάνγκα, ήταν μήλον της Εριδος για πολλούς. Περιοχή με άφθονα ορυκτά (ορισμένα εξ αυτών πολύτιμα) προσείλκυσε επενδυτές, φυλάρχους και τυχοδιώκτες. Η αποικιακή διοίκηση έκανε ό,τι μπορούσε για να την ντύσει με υποδομές, ενώ ποικίλες ευρωπαϊκές κοινότητες φυτεύτηκαν στα προάστια των πόλεων – ανάμεσά τους και η ελληνική. Το χρήμα έρρεε άφθονο, το εμπόριο ανθούσε, οι αγροτικές μάζες εισέρρεαν για εξεύρεση δουλειάς χτίζοντας όπως όπως τις τενεκεδουπόλεις τους, ενώ άνθησαν πολλές από τις ιδέες που επένδυσαν αργότερα στον αντιαποικιακό/ απελευθερωτικό αγώνα. Παιδί αυτών των διεργασιών ο διανοούμενος επαναστάτης Πατρίς Λουμούμπα που έπεσε θύμα της φυλετικής και ιδεολογικής διαπάλης για την εξουσία μετά το 1960, αλλά και των συγκρούσεων των μεγάλων δυνάμεων στον Ψυχρό Πόλεμο. Τελικά νικητής θα αναδεικνυόταν ο στρατηγός Μομπούτου που θα διατηρούσε την εξουσία μέχρι τουλάχιστον τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Πάνω από είκοσι εμφύλιες συρράξεις σοβούσαν στα εδάφη του πρώην Ζαΐρ γύρω στις αρχές της νέας χιλιετίας, πολλές από αυτές με ακαθόριστες αντιμαχόμενες δυνάμεις, φιλόδοξους αρχηγίσκους, αντάρτες και εκπροσώπους συμφερόντων μεταλλευτικών εταιρειών. Ο Μουζιλά τοποθετεί τη δράση σε αυτήν ακριβώς την περίοδο: αν και δεν κατανομάζει τον τόπο, πρόκειται εμφανώς για την γενέτειρά του όπου κυριαρχεί ένας αποστάτης στρατιωτικός.
Πόλεμος και ειρήνη
Στο «Τραμ 83» η ζωή συνεχίζεται. Πρόκειται για ένα κλαμπ με εξαιρετική μουσική από κλασική τζαζ μέχρι αφροκουβανέζικους ρυθμούς και τις περίφημες ζαϊρινές ρούμπες, που κυριαρχούσαν για δεκαετίες στις αφρικανικές πίστες. Μεταξύ ντόπιων και ξένων («τουρίστες» τους ονομάζει ο συγγραφέας) κυριαρχεί εδώ μια βασίλισσα της νύχτας, εξαίρετη ερμηνεύτρια απροσδιόριστης προέλευσης που όλοι την ποθούν αλλά εκείνη προτιμά την εύνοια του πλέον αγαθιάρη όλων, του άλτερ έγκο του συγγραφέα ονόματι Λισιέν, ο οποίος θέλει να παραμείνει πιστός στην αγαπημένη του, ενώ τον πολιορκούν ελκυστικές σερβιτόρες και πόρνες. Ο Λισιέν θα ζήσει ποικίλες περιπέτειες στην προσπάθειά του να επιβιώσει και να συγγράψει ένα θεατρικό έργο για κάποιον υποτιθέμενο εκδότη. Η περιήγησή του στον κόσμο της αφρικανικής νύχτας, οι ηθικές του αναστολές, η προσπάθειά του να σταδιοδρομήσει αποκλειστικά χάρη στη δουλειά και το ταλέντο του, εν τέλει η ακούσια εμπλοκή του με τον νόμο αποτελούν τον έναν πόλο μιας ιστορίας που έχει ως επίκεντρο τις δραστηριότητες της ειρήνης ενώ παραέξω ηχούν τα τύμπανα του πολέμου.
Στον άλλο πόλο βρίσκεται ο παλιός φίλος του Λισιέν, ο επονομαζόμενος Ρέκβιεμ, που ακούει όμως και σε ποικίλα άλλα ευφάνταστα παρατσούκλια. Εδώ δεν έχουμε καμιά ηθική αναστολή. Εκβιαστής, προαγωγός, διακινητής, ο Ρέκβιεμ συμπράττει αν χρειαστεί με κάποια από τις ένοπλες ομάδες προκειμένου να υφαρπαχθούν τα αποθέματα της συμμορίας της διπλανής πόρτας. Εκβιάζει σημαίνοντα πρόσωπα βάζοντας νεαρές πόρνες να τα φωτογραφήσουν γυμνά, και με αυτόν τον τρόπο εξευτελίζει μεταξύ άλλων τον αποστάτη στρατηγό για το μικρό του εργαλείο. Οποία ντροπή. Οι δύο φίλοι θα συγκρουστούν τελικά όπως είναι αναπόφευκτο αλλά θα τα ξαναβρούν σε έναν κόσμο με αδόμητες ή έστω ραγδαία μεταβαλλόμενες αξίες.
Η γλώσσα
Προφορικότητα, λυρισμός, συλλογικότητα
Η αφήγηση είναι ρυθμική, ώρες ώρες περίτεχνη, άλλοτε πάλι ασθματικά λυρική, δομημένη πάνω στην προφορική αφρικανική παράδοση. Οι δυσκολίες κυρίως ως προς το πραγματολογικό υλικό (πρόσωπα, φυλές, παραδόσεις, γεωγραφικές συντεταγμένες) είναι πολλές, αλλά ξεπερνιούνται μέσω της ευρηματικής επαναληπτικότητας των μοτίβων. Παρότι η ιστορία δίνεται σε τρίτο πρόσωπο, συχνά η ουδετερότητα της αφηγηματικής ροής δίνει τη θέση της στον συλλογικό υποκειμενισμό, ένα «εμείς» ακολουθούμενο από πρώτο πληθυντικό. Είναι σαν ο συγγραφέας να δηλώνει ότι η κοινωνία εξακολουθεί να υφίσταται μέσα στο πανηγύρι του Τραμ 83 και όχι μόνο. Σημαντικό είναι επίσης το ότι ο Μουζιλά, «ευρωπαίος» πια και ο ίδιος μιας και διαβιοί στο Γκρατς, δεν χρησιμοποιεί τις εύκολες ανέξοδες καταγγελίες κατά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Οπως κι αν φτάσαμε ώς εδώ, μας λέει ευθαρσώς, συμμέτοχοι σε αυτό το πλιάτσικο είμαστε κι εμείς οι Αφρικανοί, κυρίως όταν χρησιμοποιήσαμε επαναστατικές ιδέες για να ντύσουμε τις υλικότερες επιδιώξεις μας. Η μεταφραστική προσπάθεια της Ρίτας Κολαΐτη να τιθασεύσει ένα εν πολλοίς «πρωτότυπο» υλικό είναι συνολικά επιτυχημένη, με κυριότερο πλεονέκτημα ότι δεν της διαφεύγει η ρυθμικότητα της γλώσσας.
Τραμ 83
Mτφ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Καστανιώτης, 2018, σελ. 224
Τιμή: 13 ευρώ