Εντάξει, το μουσικοχορευτικό το έχουμε ως λαός, αλλά συνήθως το εκτονώνουμε σε πιο τσιφτετελοειδές τέμπο. Δεν μας είχα για τόσο του μιούζικαλ, είδος που στην Ελλάδα το μέσο κοινό γνώρισε – και σε εξαιρετική μάλιστα εκδοχή – μέσα από τις ταινίες του Δαλιανίδη. Προσαρμοσμένο στις δυνατότητες των ελλήνων πρωταγωνιστών και στημένο σε πρωτόγονες συνθήκες, κατά κάποιον τρόπο «χειροποίητο» παρ’ όλα αυτά αξιολάτρευτο (στο φινάλε τού «Κορίτσια για φίλημα», εκεί που οι χορεύτριες «βγαίνουν» μέσα από μια παλέτα, επειδή η παραγωγή δεν διέθετε χρήματα για να ραφτούν φορέματα, δανείστηκαν τόπια από υφασματάδικα και, για να μπορούν να τα επιστρέψουν, τα στερέωσαν με καρφίτσες και το υπόλοιπο ύφασμα χανόταν μέσα στις τρύπες της παλέτας).
Τις τελευταίες σεζόν ωστόσο, τα μιούζικαλ σκοράρουν στα ελληνικά θέατρα. Κάθε σεζόν ανελλιπώς και ένα και δύο και τρία. Δεν μιλάω για τις θεατρικές μεταφορές των «δαλιανίδειων» ταινιών, αλλά για διεθνείς επιτυχίες, για παραστάσεις που στο εξωτερικό είναι βαρβάτες παραγωγές και παίζονται χρόνια. Προς το παρόν θα παρακάμψω το ερωτηματικό ως προς το αν έχουμε επάρκεια έμπειρων στο είδος σκηνοθετών, ηθοποιών, χορευτών και θα προχωρήσω παραπέρα. Λίγο να ξέρει κάποιος από παραγωγή, έχει γνώση για το κόστος των δικαιωμάτων αυτών των έργων. Δυσθεώρητο, ειδικά για την ελληνική πραγματικότητα και την οικονομική δυσπραγία των θεατρικών επιχειρηματιών. Είναι που θυμάμαι την Αλίκη Βουγιουκλάκη, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, να λέει ότι τα δικαιώματα για την «Εβίτα» πλησίαζαν τότε το συνολικό κόστος της παραγωγής. Και απορώ πώς, στις μέρες μας υπάρχουν επιχειρηματίες πρόθυμοι να ρισκάρουν τόσα χρήματα.
Μαθαίνω ωστόσο ότι αυτά τα μιούζικαλ διατίθενται σε δύο «συσκευασίες». Η μία είναι η, ας την πούμε, «κανονική». Για παραστάσεις της «ελεύθερης αγοράς» με εισιτήριο. Υπάρχει όμως και μία άλλη πολύ πιο οικονομική, για πειραματικές ή εκπαιδευτικές παραστάσεις, για παράδειγμα σε πανεπιστήμια, όπου όμως δεν κόβονται εισιτήρια. Μάλιστα, σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, τα δικαιώματα δεν συμπεριλαμβάνουν την αντιγραφή των σκηνικών και των κοστουμιών. …Εγώ δεν λέω τίποτα. Εσείς λέτε;
Κάτι ακόμη πριν βγω από τη θεατρική αίθουσα. Επειδή στην Αθήνα είμαστε μια ούτε καν πολύ μεγάλη παρέα και λίγο – πολύ γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και τις δουλειές του, ας κρατάνε κάπως τα προσχήματα οι διοργανωτές θεατρικών βραβείων (δεν αναφέρομαι σε βραβεία κοινού). Οι υποψηφιότητες από τρεις – τέσσερις θεατρικές σκηνές όλες κι όλες. Οσο για τις βραβεύσεις, αν λάβει κάποιος υπόψη του την υψηλή ποιότητα του συνόλου της θεατρικής παραγωγής, προκαλούν θυμηδία. Κι εμείς έχουμε φίλους βρε παιδιά. Δεν τους κάναμε θεσμούς.
Φά’ το όπως είναι
Η φίλη, στο σπίτι της οποίας μαζευτήκαμε την περασμένη εβδομάδα, είναι της υγιεινής διατροφής. Της πολύ υγιεινής. Στα όρια της διατροφικής διαταραχής, αφού έχει εφεύρει διάφορες δυσανεξίες και αλλεργίες για να δικαιολογήσει τον μακρύ κατάλογο των τροφίμων που έχει αποκλείσει από το διαιτολόγιό της. Ετσι, προς μεγάλη μας έκπληξη, αφού περιμέναμε ένα μενού με παραλλαγές του φαγόπυρου (νόστιμο, δεν λέω, αλλά γευστικά πληκτικό) μας ανήγγειλε ότι εκείνο το βράδυ θα τρώγαμε πίτσα. Που την είχε φτιάξει μόνη της. Με ζύμη από αλεύρι φακής και κινόα (γιατί έχει αλλεργία στη γλουτένη) τόφου αντί για τυρί (γιατί έχει αλλεργία στη λακτόζη) και, φυσικά, βετζετέριαν. Περιττό να πω ότι, επιστρέφοντας σπίτι μου, σταμάτησα σε διανυκτερεύον φαστφουντάδικο – αλλά εγώ δεν πιάνομαι, είμαι και κοιλιόδουλη.
Ξέρω πως είμαστε ό,τι τρώμε, πως η κακή διατροφή ενοχοποιείται για πολλές ασθένειες, πως τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα κρύβουν πολλές παγίδες. Τώρα, όσοι θέλουν να τερματίσουν την υγιεινή διατροφή φτάνοντας στην υπερβολή της, δικαίωμά τους. Αλλά όχι αυτή η τάση με τα φαγητά – μασκαράδες. Η πίτσα με φακές και τόφου δεν είναι πίτσα. Είναι κάτι άλλο, περισσότερο ή λιγότερο νόστιμο – περί ορέξεως κολοκυθόπιτα που είναι και επίκαιρη. Ο ντάκος με αβοκάντο αντί για φέτα (καινούργια tendance αυτή) δεν είναι ντάκος. Γύρος από μανιτάρια δεν υπάρχει. Η αγαύη δεν αντικαθιστά το μέλι στο γαλακτομπούρεκο ούτε η σόγια το γάλα στην κρέμα του. Και δεν πείθομαι από αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει διαφορά στη γεύση.
Κοινοτοπία μεν, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις τον πειρασμό παραμένει το να υποκύψεις σε αυτόν. Οι φίλοι μου της απαρέγκλιτης διατροφικής ορθότητας αν δεν κρατιούνται, ας φάνε ένα κανονικό σουβλάκι μια στις τόσες. Ορκίζομαι ότι δεν θα τους μαρτυρήσω.
Με τον φακό του Νίκου
Ο Νίκος Μεγγρέλης είναι φίλος και συνάδελφος από τα ρομαντικά χρόνια της δημοσιογραφίας, έχει μάλιστα βραβευθεί σε Ελλάδα και εξωτερικό για τα ντοκιμαντέρ του. Πάντα όμως είχε πάθος με τη φωτογραφία, γι’ αυτόν τον τρόπο που μπορεί να κάνει τη στιγμή αιωνιότητα. Ετσι τώρα παρουσιάζει την πρώτη του έκθεση με φωτογραφίες από τη Βαγδάτη και το Μαρακές μέχρι τη Βιέννη και την Πάρο και τίτλο «Η στιγμή που περνάει και δε χάνεται».
Σε επιμέλεια Δώρας Λαβαζού, μέχρι τις 10 Νοεμβρίου, στη γκαλερί iFocus, στη στοά της Οπερας, στην Ακαδημίας.
ΜΑΚΗΣ ΤΣΕΛΙΟΣ, ντιζάινερ
Τι μου αρέσει στην Αθήνα
Είναι μαγικό να ζεις σε αυτήν την πόλη, όσο κι αν ο ζόφος της καθημερινότητας δεν μας δίνει πολλές ευκαιρίες να το συνειδητοποιήσουμε. Προσωπικά, όταν θέλω να ξεφύγω απ’ ό,τι μας κάνει να ασφυκτιούμε, ακολουθώ τα βήματα των αρχαίων σε έναν μεγάλο περίπατο. Απόγευμα και αρχίζω από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, από εκεί περνάω στην Πλάκα και τα Αναφιώτικα, σταματάω για λίγο σε ένα καφενεδάκι στα σκαλάκια του Πανάγιου Τάφου για καφέ και λουκούμι. Από εκεί προχωρώ προς τους Αέρηδες, μπαίνω στην Αδριανού και καταλήγω στην Αποστόλου Παύλου για να αντικρίσω την Ακρόπολη στο φως του δειλινού λίγο πριν ανάψουν τα φώτα.