Ο διαπρεπής καθηγητής της Σημειωτικής, ο διάσημος συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ανθρώπου (homo universalis) που διευρύνει συνεχώς τους πνευματικούς του ορίζοντες. Ο συγγραφέας των επιστημονικών έργων «Opera aperta» («Ανοικτό έργο»), «Struttura assente» («Απούσα δομή»), «Superuomo di massa» («Υπεράνθρωπος της μάζας»), μπεστ σέλερ μεσαιωνικών και ιστορικών μυθιστορημάτων («Το όνομα του ρόδου», «Το εκκρεμές του Φουκό») έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η αναφορά (και) της ελληνικής διανόησης. Ο Ουμπέρτο Εκο και η σημειολογία της καθημερινής ζωής – από το ομότιτλο βιβλίο του – ήταν ένα ξάφνιασμα για τους μαθητές του Γυμνασίου καθώς μέσα από το μάθημα της Εκθεσης εκπαιδεύονταν στον σύγχρονο δοκιμιακό λόγο. Από την άλλη, οι ενήλικοι αναγνώστες του «μοντέρνου» έβρισκαν στους «Κήνσορες και θεράποντες» τον παλμό της κριτικής ματιάς στην τέχνη, στην πολιτική, στα προϊόντα της ποπ κουλτούρας, στη διαφήμιση, στον κινηματογράφο και της επίδρασής τους στην αυτοκρατορία των media που αναδυόταν εκείνη την εποχή. Ο Εκο μάς έμαθε να διαβάζουμε λοξά τον επίσημο λόγο της πολιτικής. Να αναζητούμε συσχετισμούς κοινωνικών δυνάμεων στα νέα φαινόμενα ψυχαγωγίας και στα δημοφιλή προϊόντα της βιομηχανίας του θεάματος. Με την ίδια θέρμη άλλωστε ο ίδιος παρατήρησε την επιδραστικότητα των ειδώλων της ποπ στη γενιά Χ και με τη μεθοδικότητα των εργαλείων της ακαδημαϊκής του σκέψης την αντιπαρέβαλε με την ισχύ των συμβόλων της Καθολικής Εκκλησίας.

Λόγιες εκφράσεις και καθημερινός λόγος, κείμενα αρχαίων και λατίνων λογίων, χωρία της Αγίας Γραφής και άγνωστα μεσαιωνικά γραπτά, μορφές της επίσημης Ιστορίας και αφανείς ήρωες στην κλίμακα της ιστορικής διάρκειας αποτελούσαν το δίκτυο των ερευνητικών του ενδιαφερόντων. Και συχνά έγιναν οι αφετηρίες του για λογοτεχνικές διαδρομές ή επιστημονικά έργα γύρω από φιλοσοφικούς διαλόγους, διαμάχες ιδεών, επικράτηση συμβόλων. «Πιστεύω ανέκαθεν στη δύναμη της αφήγησης στην καθαρή της μορφή, όπως τη βλέπει ο Αριστοτέλης στην “Ποιητική” του» δήλωνε το 1981 στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde», καθώς η επιτυχία του μυθιστορήματός του «Το όνομα του ρόδου» εξαπλωνόταν πυρετωδώς με μεταφράσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Ο Ουμπέρτο Εκο εντόπισε από νωρίς την έλευση της νέας κατάστασης στην εξάπλωση του Ιντερνετ και στις άπειρες δυνατότητες της τεχνολογίας. Και με ρεαλιστικό σκεπτικό στην αρχή της νέας χιλιετίας μίλησε για την επανάσταση του Διαδικτύου και των υπολογιστών συγκρίνοντάς τη με εκείνη της τυπογραφίας. «Το Ιντερνετ φέρνει την απεθνοποίηση της σκέψης. Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι τα εθνικά κράτη που γεννήθηκαν τον 19ο αιώνα θα εξαφανιστούν προς όφελος εικονικών συνδέσεων ανάμεσα σε πόλεις με κοινά συμφέροντα. Το μοντέλο της νέας χιλιετίας θα είναι ο Απόστολος Παύλος. Γεννήθηκε στην Περσία από εβραϊκή οικογένεια που μιλούσε ελληνικά, είχε δε υπηκοότητα ρωμαϊκή».

ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ FAKE NEWS. Αν ο Ουμπέρτο Εκο ήταν σήμερα εν ζωή, θα είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος του χρόνου του στη σημειολογική ανάλυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στην παρατήρηση του φαινομένου Ντόναλντ Τραμπ και στην επίσημη εισαγωγή των fake news ως λήμματος στο λεξικό της Οξφόρδης ή ως νομοτελειακής επίπτωσης της ψηφιακής επανάστασης. H επιμέλειά του στο συλλογικό πολύτομο έργο «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» δίνει μια κατεύθυνση για την κατανόηση του παρόντος. «Είναι αδύνατον να φανταστούμε τον δυτικό πολιτισμό – και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ειδικότερα – χωρίς να έρχεται στον νου το “ελληνικό θαύμα” σε όλη του την τελειότητα: γλυπτική, αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, φιλοσοφία και επιστήμη» γράφει στην εισαγωγή του, ξεναγώντας τους αναγνώστες του στην «Αρχαία Ελλάδα», σειρά τόμων που προσφέρεται σε συνέχειες από αύριο Κυριακή (4/11) με «Το Βήμα».

Μέσα από ένα συναρπαστικό οδοιπορικό που εκτείνεται σε δύο χιλιετίες, από την απαρχή του μινωικού πολιτισμού μέχρι την υποταγή στη Ρώμη (2000-146 π.Χ.) περιγράφονται παραστατικά οι κορυφαίες στιγμές – σταθμοί της ελληνικής Ιστορίας. «Αλλά τι πιστεύουμε πραγματικά όταν μιλάμε για ένα ελληνικό μοντέλο; Συνήθως αναφερόμαστε σε μια μάλλον καθυστερημένη διατύπωση – είτε στα αναγεννησιακά είτε στα νεοκλασικά στυλ. Οταν μελετούμε νωχελικά (και συχνά, τα σχολεία ή μια ευνοϊκή εκδοτική βιομηχανία μάς ενθαρρύνουν κατ’ αυτή την έννοια) μια λευκή Ελληνικότητα (Graecism), με τα λευκά αγάλματα και τους λευκούς ναούς, ξεχνάμε συχνά ή απλά δεν γνωρίζουμε ότι τα αγάλματα και οι ναοί ήταν έγχρωμα. Η άποψή μας για το Graecism είναι συχνά παρόμοια με αυτή των αναγεννησιακών πιστών της θείας αναλογίας ή με εκείνη των εκλεπτυσμένων αισθητικών της εποχής του Κανόβα, παρά με το πώς ήταν για τους συγχρόνους του Παρμενίδη, του Σωκράτη ή του Πτολεμαίου. Οταν σκεφτόμαστε την Αθήνα όσον αφορά τις διαφωτισμένες και επίσημες φιλοσοφικές συνομιλίες που συνέβαιναν στην Αγορά, ξεχνάμε συχνά τους εμπόρους, τους ναυτικούς του Πειραιά, τους δούλους και αυτόν τον κόσμο των δραστηριοτήτων που μας έδωσε ο Αριστοφάνης. Οταν σκεφτόμαστε την Ελλάδα, έχουμε την τάση να θυμόμαστε το απολλώνιο μοντέλο και να παραβλέπουμε το διονυσιακό. Και όταν μαθαίνουμε για την Ακαδημία και το Λύκειο της Αθήνας, συχνά αφήνουμε την Ελλάδα των αρχαίων μυστηρίων – πιο κοντά στον Αδη απ’ ό,τι στον Ολυμπο – στις σκιές, όπου επίσης έκρυβε τον εαυτό της».

Η σειρά «Αρχαία Ελλάδα» θα προσφέρεται από αύριο (4/11) στο «Βήμα». Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τον μινωικό και μυκηναϊκό πολιτισμό, την Αθήνα της αρχαϊκής εποχής, την αριστοκρατική Σπάρτη, τους Περσικούς Πολέμους, την ηγεμονία της Μακεδονίας και την οικουμενική αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ενα εκδοτικό αριστούργημα, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, σε πολυτελείς σκληρόδετες εκδόσεις