Κατά μία έννοια, το βιβλιοφιλικό καλοκαίρι τού ανήκε. Το όνομα του Ρόμπερτ Ζεετάλερ ακούστηκε όχι σαν ένα πυροτέχνημα της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, αλλά ως μια αποκάλυψη ανάμεσα στους ίδιους τους αναγνώστες, όπως είχε συμβεί με τον «Στόουνερ» (Gutenberg), το «Confiteor» (Πόλις) ή τον «Ανθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά» (Καστανιώτης) – έστω και με την ένσταση ότι τα δύο τελευταία διαδόθηκαν σε σαφώς μεγαλύτερη κλίμακα και σε περισσότερους «κύκλους» αναγνωστών. Οι τελευταίοι πάντως, όσοι ανακαλύπτουν ακόμη τους τίτλους «από στόμα σε στόμα», έμαθαν ότι πίσω από το «Μια ολόκληρη ζωή» (εκδ. Utopia) και τον «Καπνοπώλη» (εκδ. Ποταμός) κρύβεται ένας μετρημένος, χαμηλόφωνος αυστριακός λογοτέχνης, το όνομα του οποίου είχε φτάσει στη μακρά λίστα του Μπούκερ το 2016.
Ο Ζεετάλερ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1966 και για αρκετά χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα όρασης – πήγε μάλιστα σε σχολείο για τυφλούς στη Βιέννη. Το 2007 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Η Μπίνε και ο Κουρτ» κερδίζοντας το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της λέσχης Buddenbrookhaus. Το 2008 εκδόθηκε το δεύτερο μυθιστόρημά του «Οι περαιτέρω προοπτικές» και το «Τώρα σοβαρεύει το πράγμα» το 2010.
Στον «Καπνοπώλη» (2013) παρακολουθούμε τη βίαιη ενηλικίωση του Φραντς Χούχελ που δουλεύει στη Βιέννη του Ανσλους, στο καπνοπωλείο του εβραίου προμηθευτή καπνού της ιντελιγκέντσιας. Ανάμεσα στους τακτικούς πελάτες του είναι ο καθηγητής Ζίγκμουντ Φρόιντ (μία από τις πλέον γοητευτικές απεικονίσεις του ως λογοτεχνικού ήρωα), τον οποίο ο νεαρός μαθητευόμενος συμβουλεύεται για τον απελπισμένο έρωτά του. Ολα αυτά χωρίς διδακτισμούς ή υπερφόρτωση ιστορικών λεπτομερειών. Στο «Μια ολόκληρη ζωή» (2014) – των μόλις 166 σελίδων και των 800.000 αντιτύπων στη Γερμανία – ακολουθεί τον χωρικό Αντρέας Εγκερ από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια μέχρι το τέλος. Με οικονομία εκφραστικών μέσων και λυρισμού κατορθώνει να αποδώσει τα συναισθήματα μιας τρικυμισμένης ζωής, ενώ επιφυλάσσει βραδυφλεγείς «περιπέτειες» για τον αναγνώστη. Αποκορύφωμα: η ανακάλυψη ενός κομματιού του παρελθόντος το οποίο έχει μείνει παγωμένο – κυριολεκτικά και μεταφορικά – επί σαράντα και πλέον χρόνια (χωρίς άλλες αποκαλύψεις).
Ενώ η επικαιρότητα θα απαιτούσε η αφορμή για τη συνέντευξη με τον Ζεετάλερ να είναι ο «Καπνοπώλης», που εκδόθηκε τον περασμένο Μάιο από τον Ποταμό, ο ίδιος ο συγγραφέας ζήτησε να εστιάσουμε στο «Μια ολόκληρη ζωή», καθώς έχει απομακρυνθεί από τον προηγούμενο αυστριακό εκδότη του. Για το ελληνικό κοινό, πάντως, έπεται συνέχεια. Η Utopia έχει ήδη εξασφαλίσει τα δικαιώματα του νεότερου βιβλίου του με τίτλο «Das Feld» (Το πεδίο), όπου ο Ζεετάλερ δίνει «φωνή» στους νεκρούς ενός κοιμητηρίου για να αφηγηθούν τις εμπειρίες της ζωής τους, τα τραύματα, τον τρόπο θανάτου και τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους ζωντανούς.
Το τοπίο και τα βουνά έχουν ιδιαίτερη σημασία στο «Μια ολόκληρη ζωή», χωρίς να δηλώνονται καν οι Αλπεις. Συμφωνείτε ότι το ίδιο τοπίο θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε; Για παράδειγμα, στην Ελλάδα ή στην Ιταλία;
Φυσικά. Με κάποιον τρόπο τα βουνά είναι μυθικές τοποθεσίες. Αυτή η ζωή ή μια άλλη, παρόμοιά της, θα μπορούσε να ξετυλιχτεί οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Σημασία δεν έχει τόσο το τοπίο όσο ο ίδιος ο άνθρωπος.
Αποφύγατε τον συναισθηματισμό και όμως το μυθιστόρημα παραμένει συγκινητικό ώς το τέλος. Είναι κάτι που προσπαθείτε κατά τη διάρκεια της συγγραφής;
Δεν προσπαθώ. Απλώς το αποφεύγω.
Πρέπει να υποθέσουμε ότι μετά την αρχική ιδέα διαβάσατε βιβλία ή παρακολουθήσατε ντοκιμαντέρ για να αποδώσετε την εποχή;
Οχι, δεν συνηθίζω να διαβάζω πάρα πολλά γύρω από το θέμα με το οποίο καταπιάνομαι. Αναζητώ μόνο τα πολύ απαραίτητα. Ούτως ή άλλως, το βιβλίο δεν διαδραματίζεται σώνει και καλά στις Αυστριακές Αλπεις, όπως είπα. Οι τοποθεσίες που αναφέρονται στο βιβλίο και τα ονόματά τους έχουν επινοηθεί από εμένα τον ίδιο. Αλλά τα ξέρω καλά τα βουνά. Είμαι Αυστριακός και στην Αυστρία τα παιδιά πηγαίνουν για σκι ή για περιπάτους στα χιόνια από δύο χρονών. Εχω αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια στα βουνά. Η σιωπή στις χιονισμένες εκτάσεις έχει εντυπωθεί μέσα μου. Και γνωρίζω εξίσου καλά τους κινδύνους στα βουνά. Αυτά τα πράγματα δεν ξεχνιούνται έτσι εύκολα.
Γράφετε στο βιβλίο: «Ολα εκείνα τα αμέτρητα χρόνια στα βράχια και στα δάση είχαν αφήσει πίσω τους ουλές, και καθεμιά απ’ όλες… θα είχε να αφηγηθεί από μία ιστορία». Θα ήταν εξίσου ενδιαφέροντες οι ήρωές σας εάν δεν είχαν τραύματα;
Ο άνθρωπος είναι αυτό που γίνεται στη διάρκεια της ζωής του. Κάτι τέτοιο συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ουλές, πόνο, απώλειες. Οι χαρακτήρες μου είναι καθετί άλλο εκτός από ήρωες. Ή, μάλλον, είναι τόσο «ηρωικοί» όσο όλοι οι άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, οι περισσότεροι από εμάς ερχόμαστε αντιμέτωποι με πράγματα όπως η ασθένεια, ο χωρισμός, η απώλεια και ο θάνατος. Αλλά κανείς δεν θα χαρακτήριζε τον εαυτό του ήρωα ή πρότυπο γι’ αυτόν τον λόγο.
Περιγράφετε τον Αντρέας Εγκερ όχι σαν κάποιον που υποφέρει, αλλά ως κάποιον που επιβιώνει. Κάνετε το ίδιο στη ζωή σας; Μεταμορφώνετε τα τραύματα σε εμπειρίες;
Ναι, ακόμη και αν τα πράγματα δεν πάνε πάντα καλά, καλό είναι να αξιοποιούμε στο έπακρο τη ζωή μας. Εχουμε μόνο μία.
Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές είναι όταν το σώμα ενός γιδοβοσκού κατεβαίνει στο χωριό αφού έμεινε για δεκαετίες – για μια ολόκληρη ζωή – μέσα στον πάγο. Είναι μια ψευδαίσθηση ο χρόνος για τους ήρωές σας;
Κοιτάξτε στον καθρέφτη και τότε θα δείτε ότι ο χρόνος δεν είναι ψευδαίσθηση. Είναι πάντα παρών και πάντα παρέρχεται. Ισως είναι παρών και απλώς περνάμε από μέσα του. Αλλά αυτό δεν έχει καμία διαφορά. Το γεγονός είναι ότι τίποτα δεν παραμένει.
Πώς φτάσατε στην ιδέα να δώσετε φωνή στους νεκρούς στο επόμενο βιβλίο σας;
Κάθε ιστορία είναι σαν ένα ποτάμι: δεν πηγάζει από μόνο μία πηγή, αλλά από πολλές μικρές και μεγαλύτερες πηγές. Αλλά πάντα με ενδιέφερε το ερώτημα: τι απομένει από μια ζωή; Τι θα θυμόμαστε όταν κάποτε φύγουμε από αυτή; Τι θα θυμόμαστε όταν έρθει η ώρα του θανάτου; Πριν από πολλά χρόνια έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο ποίησης εκατό ετών: «The Spoon River Anthology». Σε αυτό οι νεκροί αφηγούνται μέσα από σύντομα ποιήματα την άποψή τους για τα πράγματα. Ηθελα να κάνω κάτι τέτοιο – με τον δικό μου τρόπο.
Οι αναμνήσεις δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξαναζήσουμε το παρελθόν μας, αλλά είναι ο μόνος που έχουμε. Σας αρέσει να κυνηγάτε τον χαμένο χρόνο;
Σε ποιον δεν αρέσει; Ακόμα και ο εννιάχρονος γιος μου θέλει να ακούει συνεχώς ιστορίες από τις «παλιές καλές ημέρες» (όταν ήταν τεσσάρων ή πέντε χρονών). Ετσι κι αλλιώς, πιστεύω ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να φτάσουμε το παρελθόν. Εχει παρέλθει. Είναι τετελεσμένο γεγονός. Αυτό που μετράει είναι να το θυμόμαστε και να μαθαίνουμε από αυτό για το παρόν και το μέλλον.
Μια ολόκληρη ζωή
Μτφ. Γιάννης Καλιφατίδης
Εκδόσεις Utopia, 2017,
σελ. 166
Τιμή: 14 ευρώ