Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ερευνητικών οργανισμών για το εκλογικό 2019, μόνο τέσσερα κόμματα στην Ευρωπαϊκή Ενωση προβλέπεται να κινηθούν προς τον χώρο του 40% – λίγο πάνω, λίγο κάτω…
Το Fidesz του Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία, το PiS στην Πολωνία, η ΝΔ του Μητσοτάκη στην Ελλάδα κι ενδεχομένως οι Σοσιαλιστές του Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία.
Είναι λίγα. Κι αυτό αποδεικνύει ότι τo είδος των μεγάλων λαϊκών κομμάτων (volkspartei – «κόμματα του λαού» σε κυριολεκτική απόδοση…) αρχίζει να εκλείπει.
Το φαινόμενο είναι προφανώς ανησυχητικό. Πάνω σε τέτοιους παραδοσιακούς κομματικούς σχηματισμούς που εκπροσωπούν συντεταγμένα μεγάλες λαϊκές μάζες στήριξε η μεταπολεμική Ευρώπη την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ευημερία της.
Τελευταία θύματα, οι Χριστιανοδημοκράτες κι οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία. Από εκλογή σε εκλογή, τα ποσοστά τους λιώνουν σαν το χιόνι στον Μέλανα Δρυμό.
Δεν είναι οι πρώτοι. Είχαν προηγηθεί οι Χριστιανοδημοκράτες κι οι Κομμουνιστές στην Ιταλία, οι Γκολικοί στη Γαλλία, οι Λαϊκοί κι οι Σοσιαλιστές στην Ισπανία και την Αυστρία, το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, για να αναφερθώ στις πιο γνωστές περιπτώσεις.
Φυσικά σε κάθε χώρα και για κάθε κόμμα υπάρχει και μια διαφορετική ερμηνεία. Η περιπτωσιολογία όμως για επιμέρους συμμαχίες, αποφάσεις κι επιλογές είναι κατώτερη και της γενικότητας και της σφοδρότητας του φαινομένου.
Η φθορά της εξουσίας ή το Προσφυγικό μπορεί ασφαλώς να κόστισαν στη Μέρκελ κι η Μέρκελ να κόστισε στο SPD αλλά το κύμα που συνεπαίρνει και τους δυο υποδηλώνει κάτι πιο σοβαρό.
Είναι προφανές ότι η Ευρώπη ζει το λυκόφως ενός κομματικού είδους και ταυτοχρόνως την αποδυνάμωση του μεταπολεμικού πολιτικού συστήματος.
Η βαθύτερη ερμηνεία του φαινομένου είναι κοινωνική και πολιτισμική.
Συνοπτικά σχετίζεται με την κρίση των παραδοσιακών θεσμών επιρροής κι εκπροσώπησης (Εκκλησία, συνδικάτα), με την αποδυνάμωση της κρατικής ισχύος (που τα κόμματα αυτά προνομιακά εκπροσωπούσαν) αλλά και με βαθιές πολιτισμικές αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων (όπως η εξατομίκευση των κοινωνικών σχέσεων κι η άνοδος των ταυτοτικών προσδιορισμών).
Δεν πρόκειται απαραιτήτως για έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΝΔ. Τον Μάιο 2012 είχε πέσει κάτω από το 19%. Επτά χρόνια αργότερα επανέρχεται στη χορεία των ισχυρότερων κομμάτων της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς.
Είναι όμως ένας δρόμος επίφοβος. Κυρίως επειδή το κενό των λαϊκών κομμάτων κινδυνεύει να καλυφθεί από την τερατογένεση μιας λαϊκίστικης «ακροαριστεροδεξιάς».
Να διευκρινίσω κάτι. Το φαινόμενο της «ακροαριστεροδεξιάς» δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την παραδοσιακή μορφή λαϊκισμού που γνωρίσαμε στη Ρωσία του 19ου αιώνα, στις ΗΠΑ του Populist Party ή στη Λατινική Αμερική μετά τον πόλεμο.
Ακόμη λιγότερο ταυτίζεται στην Ελλάδα, η οποία από το 2011 και μετά λειτούργησε ως προνομιακό θερμοκήπιο του νέου πολιτικού μορφώματος.
Σε άλλες χώρες (με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Γαλλία) είχαμε την παράλληλη ανάπτυξη, αντίθεση αλλά και συνύπαρξη δυο ανταγωνιστικών λαϊκισμών. Του δεξιού και του αριστερού, της Λεπέν και του Μελανσόν, με κοινά στοιχεία και ουσιαστικές αντιθέσεις.
Ούτως ή άλλως, ποτέ ο λαϊκισμός δεν αποτέλεσε συγκροτημένο πολιτικό ρεύμα. Κυρίως λειτούργησε ως υποδοχέας διάχυτης δυσφορίας κι αμεσολάβητης δυσαρέσκειας.
Μόνο στην Ελλάδα όμως η κουρελού του λαϊκισμού (ένα μείγμα προσωπικών ματαιώσεων, ανεκπλήρωτων προσδοκιών και κοινωνικών συμπλεγμάτων) κατάφερε να αποκτήσει ενιαία υπόσταση.
Ο κορμός της ελληνικής «ακροαριστεροδεξιάς» συγκροτήθηκε στα χαρακώματα του «αντιμνημονιακού αγώνα», παρήγαγε τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κι ενσωμάτωσε ένα κομμάτι της κλασικής Δεξιάς χωρίς ενιαία πολιτική έκφραση αλλά με κρίσιμη θεσμική παρουσία (Παυλόπουλος, Παπαγγελόπουλος).
Από κοντά κι έναν εσμό αποτυχημένων δημοσιογράφων, χρεοκοπημένων εκδοτών κυρίως δεξιών κι ακροδεξιών καταβολών, πολιτικών ψώνιων κι ύποπτων συμφερόντων.
Κατά κανόνα είναι οι losers της Μεταπολίτευσης που προσπάθησαν μέσω της κρίσης να πάρουν μια ρεβάνς.
Αυτή η κουρελού της «ακροαριστεροδεξιάς» αρθρώθηκε σε ενιαίο φαινόμενο μέσα από πέντε δομικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, την απουσία ιδεολογίας. Κλυδωνίζονται συνεχώς σε μια νεφελώδη απροσδιοριστία, χωρίς συντεταγμένες ή σταθερές αναφορές, μέσα από χαζοχαρούμενες κι απλοϊκές κατασκευές τύπου «παλιό και νέο», «σάπιο σύστημα», «διαπλοκή» που συντηρούν απλώς τον διχασμό.
Κατασκευές όμως με ένα κοινό στοιχείο. Μπορεί να μην εξηγούν τίποτα ουσιώδες αλλά αποτελούν βολικό «αντι-συστημικό» άλλοθι για την αποτυχία, την αχρηστία και την αφάνεια κάθε «χαμένου κορμιού» της κοινωνίας.
Η απουσία κεντρικής ιδεολογικής αναφοράς εξηγεί επίσης για ποιο λόγο δυσκολεύονται να ανασυνταχθούν σε έναν άξονα «Δεξιά/Αριστερά» όπως ενδεχομένως κάποιοι θα επιθυμούσαν.
Δεύτερον, την τυχοδιωκτική και κυνική αντίληψη της πολιτικής. Η «κωλοτούμπα» του 2015, όταν η συγκυβέρνηση απεμπόλησε μέχρι το μεδούλι την ιδρυτική ταυτότητα και ρητορική της προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, αποτελεί παγκόσμιο υπόδειγμα αμοραλισμού.
Αλλο παράδειγμα: η πλήρης μετάλλαξή τους απέναντι στις ΗΠΑ, ιδίως μετά την εκλογή Τραμπ. Κυριολεκτικά στα τέσσερα…
Τρίτον, την έλλειψη κανόνων, αρχών και ορίων. Κάτι που αποτυπώνεται στην εργαλειοποίηση των θεσμών (κυρίως της Δικαιοσύνης), στην ακραία κομματική χρήση του Δημοσίου και στη θρασεία μεταχείριση της εξουσίας ως μέσο επιβολής επί των αντιπάλων τους.
Σε αντίθεση προφανώς με την πάγια παραδοχή ότι η δημοκρατία αποτελεί εξ ορισμού ένα σύστημα κανόνων, αρχών και ορίων.
Τέταρτον, το «παρανοειδές στυλ» (Ρ. Χοφστάντερ). Χαρακτηρίζεται από συνωμοσιολογία, ανορθολογισμό, επιθετικότητα, εχθροπάθεια, υστερία.
Κορυφαία έκφραση της παράνοιας αποτελεί η ερμηνεία της κρίσης όχι σαν μια οικονομική δυσλειτουργία αλλά ως υπαιτιότητα «ενός πρωτοφανούς συστήματος πολιτικής διαπλοκής που πρόδωσε το δημόσιο συμφέρον και λεηλάτησε τον δημόσιο πλούτο».
Είναι μια τυπική εκδήλωση πρωτόγονης αλλά όχι πρωτόγνωρης πολιτικής παθογένειας.
Αλλωστε η ίδια η ανάδειξη της «διαπλοκής» σε κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα και σε ενοχοποιητική ρητορική παραπέμπει (τηρουμένων των αναλογιών) στην «παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία» που υποτίθεται ότι αποκάλυπταν τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών».
Πέμπτον, τη διωκτική και δικαστική μεθόδευση της πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι το δόγμα «Πολάκη – Παπαγγελόπουλου».
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μείγμα μεθόδων λαϊκής δημοκρατίας της Ανατολικής Ευρώπης και αυταρχικής δημοκρατίας της Λατινικής Αμερικής.
Τα πέντε αυτά χαρακτηριστικά είναι απολύτως συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο.
Την ίδια στιγμή όμως εξηγούν για ποιο λόγο η «ακροαριστεροδεξιά» βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να υποκαταστήσει τα παραδοσιακά λαϊκά κόμματα.
Και κυρίως γιατί δυσκολεύεται από μηχανισμός κλωτσοπατινάδας σε περίοδο κρίσης να αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας σε περίοδο κανονικότητας.