Μετά την εξέγερση της 17ης Ιουνίου / ο γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών / έβαλε να μοιράσουν προκηρύξεις στη Στάλιναλεε / που δήλωναν πως ο λαός / είχε χάσει την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης / και μπορούσε να την ξανακερδίσει μόνο / διπλασιάζοντας τις προσπάθειές του. / Σ’ αυτή την περίπτωση, / δεν θα ήταν πιο εύκολο για την κυβέρνηση / να διαλύσει το λαό / και να εκλέξει έναν άλλον;
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ «Η ΛΥΣΗ»
Το γνωστό σκωπτικό ποίημα του Μπρεχτ γράφτηκε στα μέσα του καλοκαιριού του 1953, λίγο μετά την εξέγερση των Ανατολικογερμανών, την πρώτη από τις εξεγέρσεις σε χώρα-δορυφόρο του ανατολικού μπλοκ, που κατέστειλαν βίαια οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής. Οπως σημειώνει η αμερικανίδα δημοσιογράφος και ιστορικός Αν Απλμπαουμ στο περίφημο βιβλίο της «Σιδηρούν Παραπέτασμα – Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη 1944-1956» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016), η στάση του ίδιου του Μπρεχτ απέναντι στην εξέγερση ήταν επαμφοτερίζουσα. Ο Μπρεχτ είχε επιστρέψει οικειοθελώς στην Ανατολική Γερμανία το 1949, μαζί με άλλους κομμουνιστές καλλιτέχνες, προκειμένου να συμβάλει στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», και μεταφέρθηκε «με όλες τις τιμές» πρώτα στη Δρέσδη και κατόπιν στο Βερολίνο. «Ακόμα και καλλιτέχνες και συγγραφείς με ναζιστικό παρελθόν», υπογραμμίζει η Απλμπαουμ, «πήραν συχώρεση και τους προσφέρθηκαν νέες θέσεις αν ήταν αρκετά διάσημοι, προς μεγάλη ενόχληση μερικών γερμανών κομμουνιστών». Οταν ξέσπασε η εξέγερση, ο Μπρεχτ αρχικά τάχθηκε εναντίον της, καταδικάζοντας τα «οργανωμένα φασιστικά στοιχεία από τη Δύση» και σ’ ένα άρθρο του στην ανατολικογερμανική εφημερίδα Neues Deutschland, λίγες μέρες αργότερα, έφθασε στο θλιβερό σημείο να επαινέσει την αιματηρή επέμβαση των Σοβιετικών: «Οι απόπειρες αυτές απέτυχαν μονάχα χάρη στη γρήγορη και καίρια επέμβαση των σοβιετικών δυνάμεων». Καθώς φαίνεται όμως από το ποίημά του, δεν άργησε ν’ αλλάξει γνώμη. Πάντως το ποίημα δεν είδε το φως της δημοσιότητας παρά μια εξαετία κατόπιν, το 1959, στη δυτικογερμανική Die Welt, τρία χρόνια ύστερα από τον θάνατό του.
Αυτό που αφήνει το ποίημα να διαφανεί, πέρα από την πικρία των εκάστοτε κυβερνώντων για τον αγνώμονα λαό, είναι πως κάθε δικτατορία που σέβεται τον εαυτό της, είτε δεξιού είτε αριστερού προσανατολισμού, εκπονεί κι ένα φιλόδοξο αναμορφωτικό πρόγραμμα. Στα μάτια των δικτατόρων, ο λαός είναι πάντοτε «εκφυλισμένος», «παραστρατημένος», «ατελής», «ασθενής» – θυμάστε τον «γύψο» του δικού μας Παπαδόπουλου – και, εν πάση περιπτώσει, ενέχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης με την καθοδήγηση των αυτόκλητων σωτήρων του. Η αχαριστία του λαού μπορεί να οδηγήσει τους σωτήρες στη φυλακή ή ακόμη και στο εκτελεστικό απόσπασμα (εάν γίνει καμιά στραβή, όπως τότε με τον Τσαουσέσκου), αλλά σπανίως τους ξεριζώνει την πεποίθηση, μέχρι και την τελευταία τους πνοή, ότι εκείνοι επιτέλεσαν το καθήκον τους στο ακέραιο.
Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Ούτε εδώ απουσιάζουν οι επίδοξοι αναμορφωτές – απεναντίας, τίγκα ο τόπος – αλλά, καθώς έχουν ανάγκη την ψήφο του λαού, πρέπει κάπως να πάνε με τα νερά του ή τουλάχιστον να προσποιηθούν ότι πάνε με τα νερά του. Γίνεται να σκυλοβρίζεις κάποιον κι έπειτα να ζητάς την ψήφο του; Δεν γίνεται. Οφείλεις να δείξεις έστω ότι τον συμπαθείς. Στην πιο ακραία περίπτωση αυτού του υστερόβουλου λαϊκισμού – ανεξαρτήτως και πάλι, τονίζω, αριστερού ή δεξιού ιδεολογικού προσήμου – είσαι υποχρεωμένος, εσύ ο πολιτικός, να επιδεικνύεις ότι ενστερνίζεσαι άνευ όρων, όχι μόνο τις απόψεις του λαού, αλλά και τις εμμονές του, τις προκαταλήψεις του, τις φοβίες του ή και την αφέλειά του στην πιο πρωτόγονη μορφή της. Εάν λάβουμε, λόγου χάριν, σοβαρά υπόψη μας τα πορίσματα από την έρευνα σε 34 ευρωπαϊκές χώρες του αμερικανικού Pew Research Center, όπως σχολιάστηκε ευρέως στην Καθημερινή αυτές τις μέρες, ο ιδανικός έλληνας πολιτικός θα πρέπει να είναι ένας τύπος που φοβάται το «κακό μάτι», επιθυμεί ν’ απαγορευτούν οι εκτρώσεις, ταυτίζει το αίμα και τη θρησκεία με την εθνική ταυτότητα και πιστεύει ακράδαντα ότι ο δικός του πολιτισμός είναι ο ανώτερος από όλους τους πολιτισμούς του κόσμου (όπως το έθεσε και ο Μάνος Βουλαρίνος: «Γιατί να μην πιστεύει πως ο δικός του πολιτισμός είναι ο ανώτερος; Μήπως τον γνωρίζει ή μήπως γνωρίζει κάναν άλλον;»). Εάν, ο μη γένοιτο, έχεις κάποια επιφύλαξη για κάποιο από τα παραπάνω – για το «κακό μάτι», ας πούμε – καλύτερα να τη φυλάξεις ως επτασφράγιστο μυστικό ή να μη δοκιμάσεις καν να κατέβεις στον πολιτικό στίβο· σε περιμένουν μονάχα σκληρές απογοητεύσεις.
Υπάρχει εναλλακτική; Ασφαλώς και υπάρχει. Να κάτσεις στ’ αβγά σου. Να βολευτείς στο θεωρείο σου, όπως το δίδυμο των χολερικών γέρων στο Μάπετ Σόου, και να κρίνεις τους πάντες και τα πάντα αφ’ υψηλού. Να δημιουργήσεις μια αντιπυρική ζώνη ασφαλείας ανάμεσα σ’ εσένα και στην κοινή γνώμη – ένας λογαριασμός με ψευδώνυμο στο Facebook ή στο Twitter είναι μια καλή αρχή – και από εκεί να εξαπολύεις μύδρους κατά της μιζέριας μας, να κατακεραυνώνεις κάθε στραβό και ανάποδο, να στενάξουν τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιό σου, να φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Φυσικά, εάν δεν είσαι εντελώς ηλίθιος (ή εντελώς ματαιόδοξος, που είναι σχεδόν το ίδιο), γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι με αυτή την τακτική αφήνεις ανεμπόδιστο τον λαϊκισμό να «κάνει παιχνίδι» εις το διηνεκές, ενόσω από τις δικές σου «παρεμβάσεις» δεν θα κουνηθεί ούτε φύλλο στο αντικρινό περίπτερο. Ωστόσο, θα εγκαταλείψεις τα εγκόσμια με το μέτωπο ψηλά και, όταν θα παρουσιαστείς μπροστά στον Αγιο Πέτρο, θα δικαιούσαι να δηλώσεις περήφανα ότι «εγώ πάντως τους τα είπα».
Υπάρχει και τρίτος δρόμος; Πάντοτε υπάρχει και τρίτος δρόμος, από τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου ασφαλτόστρωσε τον τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό (με τις γνωστές συνέπειες). Είναι ένας δρόμος που τον προτιμούν οι οπαδοί του Λεοπόλδου φον Μαζόχ και, γενικώς, όσοι έχουν γερό στομάχι και αντέχουν λοιδορίες και γιαουρτώματα (ενίοτε, στην κυριολεξία). Οσοι μετέχουν στα κοινά, βέβαιοι πως δεν μπορούν να εκβιάσουν έναν λαό να προχωρήσει πέρα από εκεί που επιθυμεί ο ίδιος να φθάσει, αλλά και με την πεποίθηση πως αξίζει να συμβάλουν στο μέτρο των δυνάμεών τους, έστω και με τις πιθανότητες συντριπτικά εναντίον τους, ώστε η σημερινή εξαίρεση να είναι ο αυριανός κοινός τόπος. Αιθεροβάμονες; Σχεδόν σίγουρα. Από εκείνους που βάφουν τους αιθέρες κι εμποδίζουν τους ψεκασμούς.