Την άνοιξη του 2010, ένα πράγμα ήταν σίγουρο: μηχανισμός στήριξης για την Ελλάδα δεν επρόκειτο να δημιουργηθεί πριν πειστεί η γερμανίδα καγκελάριος ότι δεν υπήρχε άλλη λύση. Αρχές Μαρτίου, όταν τη συναντήσαμε στην πρώτη επίσημη επίσκεψη του Γιώργου Παπανδρέου στο Βερολίνο, αρνιόταν επίμονα να δεσμεύσει τη Γερμανία σε μία λογική χρηματοδοτικής στήριξης. Νωρίτερα, τον Ιανουάριο, είχε αποδοκιμάσει δημόσια τον τότε επικεφαλής της Deutsche Bank Γιόζεφ Ακερμαν όταν εκείνος είχε επισκεφτεί την Αθήνα και προτείνει ένα πακέτο στήριξης της Ελλάδας με δημόσιους πόρους ευρωπαϊκών χωρών αλλά και με δάνεια από μεγάλες τράπεζες.
Οταν λίγο αργότερα έδωσε τη συγκατάθεσή της, ήταν επί της αρχής, ως έσχατη λύση (ultima ratio), και μόνο αφού είχε κερδίσει τη συμφωνία των άλλων χωρών στη συμμετοχή του ΔΝΤ – για να μπορέσει να πείσει το εσωτερικό της ακροατήριο ότι η βοήθεια για την Ελλάδα θα είχε σκληρούς όρους και αντίστοιχη επιτήρηση. Ακόμα δε και την ώρα που η τρόικα βρισκόταν στην Αθήνα για τις τελικές διαπραγματεύσεις πάνω στα κείμενα του Μνημονίου τέλος Απριλίου, σε κοινή συνέντευξη με τον Στρος-Καν στο Βερολίνο, η Μέρκελ συνέχιζε την πίεση, αρνούμενη να δεσμευτεί στη χρηματοδότηση πριν δει την τελική συμφωνία – το Μνημόνιο με τις υποχρεώσεις του.
Η καγκελάριος λειτούργησε πάντα στο πλαίσιο της γερμανικής λογικής για μία Ευρώπη χωρίς μεταβιβάσεις, όπου κάθε χώρα αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις της. Παίρνοντας αποφάσεις τακτικής την τελευταία στιγμή, στα όρια του δισταγμού, με το μάτι πάντα στο εσωτερικό της ακροατήριο. Αποφάσεις με καθυστέρηση που είχαν ως αποτέλεσμα συχνά πολύ μεγαλύτερο κόστος για όλους, ακόμα και για τη δική της χώρα, όπως στην περίπτωση της καθυστέρησης να στηριχθεί η Ελλάδα. Και χωρίς να έχει πραγματική στρατηγική για την Ευρώπη, απόρροια ίσως του γεγονότος ότι αντίθετα με άλλους γερμανούς πολιτικούς, τα δικά της βιώματα ήταν από την Ανατολική Γερμανία.
Αυτή η επιφυλακτικότητα όμως που το 2010 λειτούργησε τόσο αρνητικά για εμάς, το 2012 λειτούργησε θετικά. Οταν πλέον ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, από υπέρμαχος αρχικά της στήριξης στην Ελλάδα, έφτασε το 2012 να είναι έτοιμος για έξοδο της χώρας μας από την ευρωζώνη, η καγκελάριος προτίμησε τη λύση της σιγουριάς. Είχε ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα με το δάνειο για την Ελλάδα το 2010· δεν ήταν έτοιμη να πάρει το ρίσκο που θα είχε για την ευρωζώνη συνολικά η απομάκρυνση της χώρας μας. Με παραλλαγές, το ίδιο σενάριο εκτυλίχθηκε και το καλοκαίρι του 2015 με την πρόταση για το προσωρινό Grexit, αν και αυτή τη φορά ο πειρασμός ήταν ακόμα μεγαλύτερος.
Οι αποφάσεις που πήρε η καγκελάριος Μέρκελ την τελευταία δεκαετία σημάδεψαν την ιστορία της ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης περισσότερο από αυτές κάθε άλλου ευρωπαίου πολιτικού. Μπορούν να της χρεωθούν πολλά – και κυρίως το γεγονός ότι παρότι έπεισε τη Γερμανία να στηρίξει χώρες σε κρίση (πράγμα αδιανόητο μέχρι τότε), το έκανε με λάθος τρόπο και στη διαδρομή χάθηκε μία μοναδική ευκαιρία να αλλάξει η Ευρώπη. Σε μία εποχή όμως όπου κυριαρχούν η διεθνής αβεβαιότητα και η αστάθεια, η σταθερότητα και επιφυλακτικότητα που τη διακρίνουν είναι χαρακτηριστικά που μπορεί να λείψουν όταν αποσυρθεί.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός, συγγραφέας του βιβλίου «Game Over: η Αλήθεια για την Κρίση»