Η Νεοδεξιά είναι παχιά. Περιέχει την παραδοσιακή πατερναλιστική, εργολαβική Δεξιά, προσπαθεί να περιλάβει και μια υπερσυντηρητική Δεξιά «κόμματος τσαγιού», έχει εγκολπωθεί τη Δεξιά ενός υπολειμματικού διαψευσμένου (μετα)ΠΑΣΟΚ και τη «Δεξιά» της τρεϊντγιουνίστικης, κορπορατικής «Αριστεράς». Η νέα Δεξιά είναι Πολυδεξιά. Αμφιδέξια. Σαν κι αυτούς που γράφουν και με το δεξί και με το αριστερό χέρι, κακόγραφα όμως, ασύντακτα, ανορθόγραφα. Κανένα σχέδιο, καμιά στρατηγική πρόθεση, παρά μόνο διαχείριση του θρήνου για την απώλεια της εξουσίας και της ανυπομονησίας για την ποθητή ανακατάκτηση. Αυτή η μεγάλη χωρητικότητα παθών και πολιτικών φυλών συνοδεύεται αντιστρόφως από μια ιδεολογική στένωση. Η νέα Δεξιά δεν χρειάζεται την ιδεολογία, τα «ψιλά γράμματα». Πετάει εκεί έναν «φιλελευθερισμό», προσθέτουν μερικοί και το «κοινωνικό» μπροστά και ξεμπέρδεψαν. Μιλούν αορίστως για την ιδιωτική πρωτοβουλία, κρύβουν φυσικά τον απόλυτο κρατισμό, την ευνοιοκρατία, τα δίκτυα «δικών μας». Εξ αυτού, η κοινοβουλευτική κριτική είναι στενή, ψάχνοντας πίσω απ’ το νομοθέτημα μόνο κάποια φωτογραφική διάταξη. Οχι ότι αποκλείεται, αλλά μια τόσο μονοδιάστατη κριτική, χωρίς επέκταση στη δυναμική του εκάστοτε νομοθετήματος, χωρίς κριτική εμβάθυνση στην αρχιτεκτονική του, καταντάει απολύτως προβλέψιμη και αντιδημιουργική. Πολλοί αριστεροί κατηγορούν τη Νεοδεξιά, ως νεοφιλελεύθερη. Ωσάν ο όρος να είναι αυτοσημαινόμενος στην Ελλάδα, ωσάν να παραπέμπει σε ένα αρνητικό βίωμα. Μα νεοφιλελευθερισμός δεν υπήρξε ποτέ στον τόπο μας. Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ηγεμονικός, παραγωγικός καπιταλισμός (ώστε να μπορεί να υπάρξει νεοφιλελεύθερη εξέλκωση). Οι σημερινοί, ντόπιοι «νεοφιλελεύθεροι» είναι κάτι εξωπραγματικοί, κάτι σαν «αριστεριστές» της Δεξιάς. Οι «κανονικοί δεξιοί» τούς κάνουν διακοσμητικούς με μεγάλη ευκολία, σε μια ακρούλα, σε μια λέσχη προβληματισμού και συζητήσεων, για να κάνουν οι υπόλοιποι ανεμπόδιστα αυτό που ξέρουν: τον χειρισμό κράτους, κλαδικού αιτήματος, ρουσφετιού. Ή, στη δική μας ιστορική φάση, τη σκληρή διεκδίκηση κράτους, κλαδικού αιτήματος, ρουσφετιού. Ο γέρων Καραμανλής έβλεπε ότι η χώρα δεν διορθώνεται. Και επέλεξε να την προσδέσει σε μια υπέρτερη δύναμη, την ΕΟΚ, μήπως και ρυμουλκηθεί και αναμορφωθεί. Το ίδιο αποπειράθηκε και ο Σημίτης. Η ΟΝΕ ήταν η σωτήρια ρυμούλκα. Πέρα απ’ τις προθέσεις, απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό το αποδεικνύουν η επιμελώς χαοτική διοίκηση, τα σκάνδαλα, η φούσκα χρηματιστηριοποίησης μιας ανύπαρκτης παραγωγής, το έθος και η κυρίαρχη κουλτούρα. Πέρα βέβαια απ’ τον τρόπο με τον οποίο «αφομοιώθηκαν» οι χρηματοδοτήσεις και οι θεσμικές επιβολές της Ενωσης: σκυλάδικα, «μεγαλεία», ψευδείς δράσεις και προγράμματα, υπερκοστολογημένα δημόσια έργα κ.ά. Η αβαθής και ενίοτε θρασεία υλοφροσύνη δημιούργησε και τα πολιτικά και συμπεριφορικά πρωτόκολλα που αναδύθηκαν στην αναπόφευκτη χρεοκοπία.
Φτωχύναμε με τον τρόπο που πλουτίσαμε. Είδαμε τη χρηματοδοτική δυνατότητα ως πλουτισμό και όχι ως παραγωγική δύναμη, είδαμε την πτώση ως προσωπική έκπτωση. Η νέα Δεξιά, η Πολυδεξιά την οποία περιγράφω, αναπαράγει όλα τα κληροδοτήματα, όλα κουσούρια. Ενδεδυμένα με απίστευτο νεοκλασικισμό, εθνολαϊκισμό (ας μεταχειριστώ τον αδύναμο όρο, για να συνεννοηθούμε), μια ρητορική προσαρμοστικότητα (αυτά περί επενδύσεων, στόχων – χα – και επιχειρηματικότητας), ένα ασαφές «πέρα» που κρύβει το ίδιο απελπιστικό δώθε.