Ή φασίστας; Ή φονιάς; Ή τσογλάνι, ψεύτης, κλέφτης, μούτρο ή κάτι εντελώς χάλια τέλος πάντων; Αν το έργο του είναι σπουδαίο κι ο ίδιος κάθαρμα ποιο από τα δυο υπερτερεί, το έργο ή το κάθαρμα; Λέμε π.χ. ο Νταλί ήταν φασίστας και χρηματόδουλος: συνεπώς τι, είναι κακός ζωγράφος;
Στην πινακοθήκη Tate Modern του Λονδίνου όπου, κατά παράδοσιν, οι φιλότεχνοι συγκεντρώνονται γύρω τον πίνακά του Νταλί «Η Μεταμόρφωση του Ναρκίσσου», το κλασικό θέμα συζήτησης είναι αυτό, αν δηλαδή ο βίος και η πολιτεία του δημιουργού ακυρώνει ή όχι το μεγαλείο του έργου του.
Είναι παρατηρημένο, απροπό. Οποτε σταθείς αρκετή ώρα μπροστά σε πίνακα ή γλυπτό του Νταλί όλο και κάποιοι δίπλα σου θα ανοίξουν το σχετικό ντιμπέιτ. Το ίδιο μου συνέβη και με την Γκερνίκα του Πικάσο στο Μουσείο Βασίλισσα Σοφία (της δικής μας Σοφίας ντε) στη Μαδρίτη. Ηταν κάτι κυρίες που, αντί να θαυμάσουν τον πίνακα, κουτσομπόλευαν τον ζωγράφο – εδώ που τα λέμε, ήταν ένας άνευ προηγουμένου κωλοχαρακτήρας.
Ενα αγαπημένο ποίημα είναι ο «Χαιρετισμός» του Εζρα Πάουντ, ενός ποιητή όχι φασίστα απλώς, ναζιστόμουτρου τελειωμένου:
«Ω γενιά της απόλυτης αυταρέσκειας και της απόλυτης αμηχανίας».
O στενός του φίλος Ερνεστ Χέμινγουεϊ παίρνει θέση. Προτάσσει την ιδεολογία του Πάουντ και δηλώνει το 1943:
«Στον Εζρα Πάουντ αξίζει η τιμωρία και η ατίμωση».
Την ίδια χρονιά στο Παρίσι τα δύο «απόλυτα σταρ» της γαλλικής διανόησης, ο Ζαν – Πολ Σαρτρ και ο Αλμπέρ Καμί, γίνονται μαλλιά κουβάρια. Αυτοί οι δύο ήταν κολλητοί, σημειωτέον: αγαπούσε, θαύμαζε κι εκτιμούσε βαθιά ο ένας τον άλλον. Ομως, ριζικές φιλοσοφικές διαφωνίες θα δοκιμάσουν και τελικά θα καταστρέψουν την φιλία τους. Το οριστικό ιδεολογικό ρήγμα ανάμεσά σε Σαρτρ και Καμί τούς χωρίζει καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου. Ο Σαρτρ χρεώνει στον Καμί ότι «απογοητεύει» την εργατική τάξη όταν στηλιτεύει τα γκουλάγκ, ενώ ο Καμί συνεχίζει το «κατηγορώ» του και γράφει όχι μόνο για τα γκουλάγκ, αλλά και για το Αουσβιτς, τον Φράνκο και τον Ισπανικό Εμφύλιο. Η φανατική προσήλωση του Σαρτρ στο κομουνιστικό καθεστώς δεν τον καθιστά καλύτερο ή χειρότερο συγγραφέα. Ούτε το έργο του Πάουντ αλλοιώνεται από τις φασιστικές αντιλήψεις του ποιητή.
Στην Ελλάδα, η εθνικιστική και «φιλοφρανκική» ματιά του Νίκου Καζαντζάκη στα γεγονότα του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου – όπως ο ίδιος τα καταγράφει την περίοδο 1926 – 1937 – παραμένει σχετικά άγνωστη στους θαυμαστές του έργου του.
Το 1969 ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης κάνει μια χλιαρή, χλιαρότατη αποκήρυξη της χούντας των συνταγματαρχών: τα δύο πρώτα χρόνια του δικτατορικού καθεστώτος δεν φάνηκε να τον ενοχλούν ιδιαίτερα.
Ο έτερος νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης θαμπώνεται από το γαλάζιο του Αιγαίου, τα λευκά σπίτια και τις ημίγυμνες ποδηλάτισσες κι αυτό το θάμπος τον εμποδίζει να δει τις φυλακές και τα ξερονήσια γύρω του. Κι όχι τίποτα άλλο αλλά είμαστε σ’ εκείνη τη γαμ@@@νη δεκαετία του ’60, τότε που ίδρωναν και μάτωναν τα λόγια ποιητών όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Αρης Αλεξάνδρου.
Αν κάποιος με ρωτούσε πριν από 20 χρόνια αν μπορούμε να κρίνουμε ένα δημιούργημα ερήμην του δημιουργού, θα απαντούσα κατηγορηματικά «όχι». Αν με ρωτούσε πριν από 10 χρόνια, θα έλεγα «κατά περίπτωσιν». Κι αν με ρωτούσε σήμερα, θα απαντούσα «ναι»: ο καλλιτέχνης καταθέτει το έργο του κι αυτό καλούμαστε να κρίνουμε. Οποιος κάθεται και ψάχνει αν είναι καλός ή κακός, άγιος ή δαίμονας, άνθρωπος ή ανθρωπάκι, τι να πω, ας του κάνει μήνυση.
Γιατί η τέχνη δεν αλλάζει, οι άνθρωποι αλλάζουν. Εκτός αν κάνω λάθος. Που δεν αποκλείεται καθόλου.