Τέτοιες μέρες, πριν από 30 χρόνια, ένας κάπως μικροκαμωμένος πενηντάρης, γεννημένος στο Μπρούκλιν της Μασαχουσέτης, με γονείς – τον Πάνο και την Ευτέρπη – που είχαν έρθει στην Αμερική από την Ελλάδα στις αρχές του αιώνα, διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ. Ο Μάικ Δουκάκης δεν ήταν απλώς ο πρώτος Ελληνοαμερικανός που διεκδίκησε τον Λευκό Οίκο. Ηταν, ίσως, και ο πιο liberal υποψήφιος πρόεδρος από την εποχή του Τζορτζ ΜακΓκόβερν.
Τριάντα χρόνια μετά την ήττα του από τον Τζορτζ Μπους, στα 85 του πια, ο Δουκάκης εξακολουθεί να πηγαίνει κάθε μέρα στο Πανεπιστήμιο, να μπαίνει στην τάξη και να διδάσκει τους φοιτητές του. «Προσπαθώ να μεταδώσω στους φοιτητές μου» – είπε απαντώντας σε μια ερώτηση – «το ενδιαφέρον για την πολιτική. Να τους ενθαρρύνω να εμπλακούν στην πολιτική. Να τους πείσω ότι μπορεί κανείς να μπει στην πολιτική και να παραμείνει αξιοπρεπής, ακέραιος, πιστός στις αρχές του». Η ερώτηση διατυπώθηκε με την ευκαιρία μιας εκδήλωσης στη Θεσσαλονίκη, στο Αμερικανικό Κολέγιο της πόλης, με πρωτοβουλία της έδρας που φέρει το όνομά του και με την ευκαιρία της επετείου της προεδρικής του καμπάνιας. Και η απάντησή του, ενώπιον ενός κατά βάσιν ελληνικού ακροατηρίου, θα μπορούσε να ακούγεται ως παραδοξολογία. Σε τέτοιους καιρούς…
Υπάρχει, βέβαια, το προσωπικό παράδειγμα. Κυβερνήτης με τρεις θητείες, δώδεκα χρόνια, στη Μασαχουσέτη, μια Πολιτεία που έχει χαρίσει στο σινεμά πολλές και ωραίες ιστορίες διαφθοράς, ο Δουκάκης ολοκλήρωσε την καριέρα του δίχως ίχνος σκιάς στην υπόληψή του. Κι όταν απεσύρθη από τα αξιώματα, συνέχισε να ζει στο ίδιο σπίτι, να κυκλοφορεί, όπως και πριν, με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και να διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Κάποιος του ζήτησε μια συνέντευξη αυτές τις ημέρες, ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ, και πήρε την απάντηση: «Μέχρι τις 15 Νοεμβρίου δεν έχω χρόνο, διορθώνω τα γραπτά των φοιτητών μου».
Δεν ξέρω αν ο Δουκάκης θα ήταν ένας καλός πρόεδρος – αν είχε κερδίσει εκείνες τις εκλογές. Σίγουρα είναι ένα πολύτιμο αντι-παράδειγμα σε καιρούς απαξίωσης της πολιτικής, ευτελισμού των πολιτικών και «αντισυστημικών» εξεγέρσεων. Ως απόδειξη, έστω, ότι πράγματι μπορεί κανείς να περάσει με επιτυχία από την πολιτική, δίχως να χάσει την αξιοπρέπειά του. Ο Δουκάκης κέρδισε τη φήμη του αποτελεσματικού «δημόσιου μάνατζερ» και του μεταρρυθμιστή, όταν συνδέθηκε με ένα οικονομικό θαύμα, το «θαύμα της Μασαχουσέτης», που επί των ημερών του έγινε η ταχύτερα αναπτυσσόμενη Πολιτεία των ΗΠΑ. Αυτή η φήμη του έδωσε και το χρίσμα των Δημοκρατικών για τον Λευκό Οίκο, το 1988. Ομως ο ίδιος επιμένει πως η μεγαλύτερη αρετή ενός πολιτικού είναι η ικανότητά του να χτίζει συναινέσεις, να αποφορτίζει τις πολωμένες διαμάχες και να βρίσκει σημεία διακομματικής συμφωνίας. «Δεν την είχα εξ αρχής αυτήν την αρετή, την απέκτησα αργότερα. Στην αρχή μιλούσα συνέχεια. Κάποια στιγμή έμαθα ότι πρέπει κυρίως να ακούω».
Αν αυτό αποτελεί αρετή για την πολιτική, είναι μάλλον μια χαμένη αρετή. Από την Ουάσιγκτον ώς τη Ρώμη, από το Λονδίνο του Brexit ώς τη Βουδαπέστη του Ορμπαν κι από εκεί ώς το Ρίο του Μπολσονάρο, οι κάλπες φαίνεται να επιβραβεύουν όχι τους μετριοπαθείς της συναίνεσης αλλά τους μπουρλοτιέρηδες των παθών, των βαθιών διαχωριστικών γραμμών, των μαχών «του φωτός με το σκοτάδι», εκείνους που δαιμονοποιούν τις πολιτικές διαφορές και τους πολιτικούς αντιπάλους και καλούν σε μάχες για τη «σημαία», την ταυτότητα, εναντίον του «εχθρού». Ο «λαϊκισμός» επικράτησε να είναι η κωδική και απλουστευτική ονομασία που έχει δοθεί σε αυτό το πολιτικό είδος, που καλπάζει, σχεδόν παντού, προς τις εκλογικές νίκες.
Θα έπρεπε, ίσως, να ξανασκεφτούμε τους όρους με τους οποίους περιγράφουμε το πρόβλημα. Μα προπάντων πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Η Ελλάδα, λένε συχνά, ήταν από τις πρώτες χώρες, αν όχι η πρώτη, που δοκίμασε αυτήν την κάθοδο στον πολιτικό Αδη. Εζησε τον θρίαμβο των διχαστικών αφηγήσεων που υποκαθιστούσαν την πολωμένη, έστω, πολιτική αντιπαράθεση με ένα προσκλητήριο μάχης εναντίον ενός διαβολικού εξωτερικού εχθρού και των εγχώριων προδοτών που τον υπηρετούσαν. Θα μπορούσε, έπειτα από τόσα παθήματα και σκληρά μαθήματα, να είναι και η πρώτη που θα δείξει τον δρόμο της εξόδου.
Ευγενής φιλοδοξία. Αλλά είμαστε, φαίνεται, μακριά από το σημείο της εξόδου. Προς το παρόν, ανοίγουμε δρόμο μέσα σε καταιγίδες διώξεων και εξεταστικών επιτροπών προς δύο κρίσιμες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες για δύο θέματα που θα μπορούσαν εύκολα να είναι πεδία συναίνεσης. Η συμφωνία των Πρεσπών θα είχε πίσω της την εμπεδωμένη, εδώ και χρόνια, συμφωνία των βασικών πολιτικών δυνάμεων γύρω από τη λύση της «σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό», αν δεν επέλεγαν να την κατεβάσουν στα μαρμαρένια αλώνια των επόμενων εκλογών. Και για την ανάγκη αναθεώρησης κάποιων συνταγματικών προβλέψεων (ευθύνη υπουργών και άσυλο βουλευτών, να μη διαλύεται η Βουλή λόγω τεχνητής αδυναμίας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας και αλλαγή τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων ώστε να θωρακιστεί η ανεξαρτησία τους) να υπάρχει πάνδημη ομοφωνία. Αλλά όχι. Οπως το «Μακεδονικό» έτσι και η αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να υποταχθεί στην ανάγκη να ξαναχαραχθούν οι γραμμές, να ξαναστηθούν τα σκιάχτρα. Ή εμείς ή αυτοί. Ξαναζεσταμένη σούπα, σ’ ένα γεύμα-δηλητήριο.