Η ιστορία είναι παλιά κι όσοι τη ζήσαμε ως μη συνδικαλισμένοι φοιτητές έχουμε περιγράψει τις εμπειρίες μας. Το να επιζήσεις ανεξάρτητος και μόνος στα ελληνικά πανεπιστήμια απαιτούσε πολλή προσοχή: όπως το σεξ μεταξύ σκαντζόχοιρων. Ήσουν άνθρωπος χωρίς ταυτότητα, αντικείμενο χλεύης ή πιεστικής διεκδίκησης. Ή και τα δύο. Κι ενώ το φοιτητικό κίνημα συνεχίζεται -επιτέλους, μέσω κάποιας αμφισβήτησης από ένα μέρος των φοιτητών- περιμένω ακόμα να μου εξηγήσει κάποιος σε τι χρησιμεύει. Εκτός από το να τροφοδοτεί τον κρατικό μηχανισμό με ηγετίσκους και κομματικά στελέχη.
Αυτά που έβλεπα κάποτε ως φοιτήτρια στη Φυσικομαθηματική Αθηνών κι αργότερα στη Γαλλική Φιλολογία -σε δυο διαφορετικές χρονικές φάσεις: γλίτωσα, ευτυχώς, το μαθητικό κίνημα- τα βλέπω και τώρα. Μήπως η φοιτητική ζωή είναι η λιγότερο ενδιαφέρουσα, η πιο ρηχή και ανόητη περίοδος της ανθρώπινης ζωής; Σε δυο-τρεις επετείους του γαλλικού Μάη του ’68, προσπάθησα να διατυπώσω την ιδέα της άσκοπης απώλειας χρόνου, όμως ο ενθουσιασμός για το πολυθρύλητο κίνημα του ξηλώματος των πεζοδρομίων παραήταν εκκωφαντικό. Προσπαθώ για μια ακόμα φορά.
Η κατάσταση στα πανεπιστήμια είναι αποτέλεσμα ποικίλων ευθυνών, αλλά κυρίως πρέπει να την αποδώσουμε στο γενικό ήθος, στα πρότυπα συμπεριφοράς που επιβλήθηκαν μετά το 1974. Τον δεξιό συντηρητισμό και την αυταρχική εκπαίδευση στο σχολείο και στην οικογένεια διαδέχτηκε ένας συνδυασμός κομμουνιστογενούς ακτιβισμού στον οποίον απάντησε, όπως παντού στον κόσμο, ο αναρχοειδής ακτιβισμός, μια μορφή μηδενισμού. Τα περί περιφρόνησης της «αστικής γνώσης» και των θεσμών που εξελίχθηκαν σε επίσημη ιδεολογία έχουν σχολιαστεί πολλές φορές: πράγματι, τα αριστερά ρεύματα δημιούργησαν έναν νέο άνθρωπο χωρίς νεανική γοητεία -κραυγαλέο, αστοιχείωτο, ακαλαίσθητο, αλαζονικό· τον αντιπαθητικό ξερόλα συνδικαλιστή, το φερέφωνο πρεσβυτέρων που μουντζώνει «επισήμους» και ανεπισήμους, κι όταν μπουκάρει σε γραφεία καθηγητών η μαμά του τον χειροκροτεί. Αυτό το δυστυχισμένο άτομο που αποθεώθηκε για πολλά χρόνια -η υστερία του, η έλλειψη κοινωνικής αγωγής, χιούμορ, στοιχειώδους σύνεσης και αυτογνωσίας θεωρούνταν ζωική ορμή- τώρα φαίνεται ότι παρακμάζει. Ωστόσο, για λίγο καιρό ακόμα, θα δυσκολεύει και θα ασχημαίνει τη ζωή των συνομηλίκων του, θα εμποδίζει τις σπουδές τους και θα απολαμβάνει την εξουσία του φασίστα βανδάλου. Η επικράτειά του ήταν και είναι ένα τερατούργημα που έχουν χτίσει καθηγητές και πολιτικοί με τα ίδια μυαλά ή χωρίς μυαλά. Η επικράτεια του Μεφιστοφελή: «Είμαι το πνεύμα που αρνείται. Ό,τι δημιουργήθηκε πρέπει να καταστραφεί».
Ο φοιτητικός συνδικαλισμός μού φαινόταν ανέκαθεν αποτέλεσμα ελλειμματικού εαυτού: μια έξαλλη υπερδραστηριότητα προκειμένου να μη μένεις ποτέ μόνος σου σ’ ένα δωμάτιο, να μη σκέφτεσαι, να μη μαθαίνεις τίποτα και να μη γίνεσαι καλύτερος. Απουσιάζει, παρά τα φαινόμενα, το απαραίτητο στάδιο της απομάκρυνσης ή της σύγκρουσης με τους μεγαλυτέρους: οι γενιές πολτοποιούνται σ’ αυτή την υπερδραστηριότητα από την οποία λείπει ο στοχασμός και η δημιουργία -τα πανεπιστήμια παραδόθηκαν στην ασχήμια επειδή, μεταξύ άλλων, λείπει η ανταλλαγή των ιδεών ανάμεσα στις γενιές· η σχέση μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένου. Οι γενιές στον ακαδημαϊκό χώρο συμφωνούν (με λιγοστές εξαιρέσεις) ότι η αλήθεια είναι μια αξία που σκοτίζει την πραγματικότητα όπως «οφείλουμε» να την προσλαμβάνουμε: η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι καλοήθης και ευχάριστη διότι σε τέτοια περίπτωση ακυρώνει και αχρηστεύει τον φοιτητικό συνδικαλισμό. Άρα, πρέπει να κατασκευαστεί με όλα τα μέσα -εκφοβισμό, βία, κυριαρχία, διάλυση, αμάθεια- μια φρικώδης εκδοχή της πραγματικότητας. Ο στόχος είναι να καταρρεύσει η τάξη πραγμάτων η οποία παρουσιάζεται ανεξάρτητη από την αλήθεια. Μολονότι αυτή η επίθεση στην αλήθεια οφείλεται σε μικρόνοια, συνιστά μια μαρξιστική και μετα-μαρξιστική φιλοσοφική ιδέα (Φουκώ, Αλτυσέρ) που ξαναγράφει την πραγματικότητα προκειμένου να την οικειοποιηθεί μέσω της γλώσσας με σκοπό την απελευθέρωση. Απελευθέρωση από τι; Η ελευθερία του ενός σκοντάφτει στην ελευθερία του άλλου.
Σήμερα, ο υπουργός παιδείας παριστάνει τον αιωνίως εξεγερμένο που μιλάει με τα «παιδιά» σε πνεύμα ισότητας και συνενοχής. Παρά την προφανή του τεχνοφοβία: χωμένος στα ντοσιέ από τα βάθη του 20ού αιώνα δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή: ένα ακόμα σύμπτωμα της οπισθοδρoμικότητας της αριστεράς, της προσκόλλησής της σ’ εκείνο το δήθεν ρομαντικό 1968. Όσο για τον πρωθυπουργό και τα περισσότερα στελέχη του μπήκαν στα πανεπιστήμια εφόσον είναι εύκολο να μπεις· και βγήκαν «ζζμπρώχνοντας» εφόσον δυο πόρτες έχει η ζωή: μερικά από αυτά τα στελέχη απέκτησαν «αριστερή» γνώση σπουδάζοντας μαρξιστική κοινωνιολογία, ιστορία, πολιτική οικονομία, φιλοσοφία στο περιβάλλον του ασύλου στο οποίο πολλές ιδέες απαγορεύονται και διώκονται, ενώ εγκληματικές πράξεις επιτρέπονται και ενθαρρύνονται. Ορίστε η εκδίκηση στην προαναφερθείσα αστική γνώση! Όλα τούτα μάς δίνουν πληροφορίες για το πώς και το γιατί δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τη ζωή μας στην Ελλάδα: κανείς δεν μπορεί χωρίς λογική (θέλουμε πανεπιστήμια ξεκομμένα από την αγορά εργασίας αλλά δεν θέλουμε ανεργία; Θέλουμε καλοπληρωμένες δουλειές χωρίς μορφωτικό υπόβαθρο και δημιουργικό πνεύμα; Reality check: δεν γίνεται!)· κανείς δεν μπορεί χωρίς μέτρο, ψυχραιμία και κόπο.
Το πρόβλημά μας είναι αξιακό· το επαναλαμβάνουμε συχνά: αφορά τη γνώση στο σύνολό της· τους θεσμούς της, τους φορείς της, το περιεχόμενό της, τους δέκτες της. Το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται στο κατώτερο σημείο αυτής της αλυσίδας που μοιάζει με την τροφική: είναι παραπροϊόν κακής γνώσης που μεταδίδεται με κακό τρόπο. Και απεικονίζει μια αρχέγονη διαδικασία: τα ανθρώπινα όντα, για να αποκτήσουν εξουσία, σχηματίζουν ομάδες εναντίον άλλων ομάδων. Σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο που διέπεται από τους κανόνες της βιολογίας -δηλαδή του πρωτογονισμού- και όχι από τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας, οι καθηγητές, οι διοικητικοί υπάλληλοι και οι φοιτητές που σέβονται τον εαυτό τους προσπαθούν να επιζήσουν (με πολλή προσοχή) ανάμεσα στους τραμπούκους. Το ερώτημα είναι θεμελιώδες: δεν αφορά το ποια φοιτητική παράταξη θα επιλέξεις, αλλά το αν θα επιλέξεις τη βιολογία ή τον πολιτισμό.