Δύο πρωινά. Και όχι ολόκληρα. Από ένα τρίωρο στο καθένα. Είναι ο χρόνος που χρειάζεται να αφιερώσει κάποιος που επιθυμεί να βιώσει τη Σύγχρονη Ελλάδα.
Προτείνω την πρώτη μέρα να ξεκινήσει από τα δικαστήρια. Να προμηθευτεί πρώτα έναν δυνατό καφέ και στη συνέχεια να διαλέξει τυχαία την αίθουσα κάποιου πλημμελειοδικείου. Από τη γαλαρία μπορεί να παρακολουθήσει την Ελλάδα να περνά από μπροστά του. Σαν την αποκριάτικη παρέλαση της Πάτρας.
Ρευματοκλοπές από πολίτες υπεράνω υποψίας, χρέη προς το Δημόσιο από καμπόσους που τα βράδια τα σπάνε στα μπουζούκια, οικογενειακά δράματα, σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Ανακαλύπτεις επίσης πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Βλέπεις γείτονες και φίλους που ποτέ δεν περίμενες να τους συναντήσεις εκεί να προσπαθούν να κρύψουν τα προβλήματά τους μέσα στην αβρότητα της αστικής ευγένειας.
Το επόμενο πρωινό επισκέπτεσαι ένα νοσοκομείο. Για να αυξήσεις τη δόση, προτείνω αυτό που εφημερεύει.
Η φτώχεια, το δράμα, η αγωνία, η ένταση, η κουτοπονηριά, η βρώμα, η εγκατάλειψη παρελαύνουν με βήμα χήνας μέσα σε λίγα λεπτά.
Ανθρωποι να έρχονται στα χέρια για τη σειρά προτεραιότητας. Γέροι που καταφέρνουν χτυπήματα με τη μαγκούρα τους στις πλάτες νεότερων και αγενών. Γιατροί σε ρόλο σεκιούριτι. Τουαλέτες σπασμένες, να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Και να σου λέει η ξανθιά γαλανομάτα που κάθεται δίπλα σου: «Ντεν καταλαβαίνω τίποτα. Ντεν είναι κατάσταση αυτή. Αργκούν πολύ».
Να βγαίνεις έξω αναζητώντας μια καθαρή ανάσα και να πέφτεις πάνω στα ασθενοφόρα που γράφουν «Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος» και σε κάνουν να αναρωτιέσαι «μα τι στο διάβολο κάνει αυτό το κράτος; Πού πάνε τόσα λεφτά που πληρώνουμε σε φόρους;».
Η Σύγχρονη Ελλάδα που έχει βρει το μεγαλύτερο άλλοθι, τα Μνημόνια, για να δικαιολογεί τον χειρότερο εαυτό της. Τη λούφα γιατί έγινε μείωση μισθού λες και πριν σκοτώνονταν στη δουλειά. Την αγένεια στον βωμό της διεκδίκησης ακόμα και του πιο ποταπού. Την καθ’ έξιν κουτοπονηριά. Και τον εθισμό στην κλάψα. Ενα αμάλγαμα όλων των κακών του χαρακτήρα του Ελληνα.