Πώς φανταζόμαστε εντός συνόρων τους έλληνες ομογενείς; Περίπου όπως περιγράφονται σε μια σκηνή της ταινίας «Γάμος α λα ελληνικά». Εκείνη που ο πατέρας, Γκας Πορτοκάλος, δίνοντας ένα μάθημα ζωής στην κόρη του, Τούλα, της εξηγεί πως «υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: οι Ελληνες και όλοι οι άλλοι που θα ήθελαν να είναι Ελληνες». Τους αντιλαμβανόμαστε, με άλλα λόγια, ως περισσότερο Ελληνες από τους Ελλαδίτες. Αυτό είναι και το επιχείρημα που αρθρώνουν οι πολιτικοί άνδρες κάθε φορά που μιλούν για «το δικαίωμα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού στις εκλογές της μητέρας πατρίδας». Μια πιο προσεκτική ανάγνωση, ωστόσο, της συζήτησης που έχει ξεκινήσει για το συγκεκριμένο θέμα ίσως φανερώνει ότι πίσω από τις λέξεις τους τα κίνητρα που θα διαμορφώσουν την τελική πρόταση νόμου, που θα συζητήσει η ελληνική Βουλή, δεν είναι και τόσο ευγενή.

Από το υπουργείο Εσωτερικών διαρρέει ότι «το θέμα παίρνει τον δρόμο της επίλυσης μετά την ενεργοποίηση της σχετικής ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων». Η επιτροπή συνεδρίασε για πρώτη φορά την Τρίτη 23 Οκτωβρίου και στην ουσία είναι επιφορτισμένη με την αναζήτηση απαντήσεων σε τρία ερωτήματα: «Ποιοι θα ψηφίζουν;», «Ποιους θα ψηφίζουν;» και «Με ποιον τρόπο θα ψηφίζουν;».

Το πρώτο ερώτημα, που κρίνεται από το σύνολο των συμμετεχόντων στην επιτροπή – αλλά και των πολιτικών δυνάμεων – ως το δυσκολότερο, θα συζητηθεί στη δεύτερη συνεδρίαση – η οποία τοποθετείται χρονικά στα μέσα Νοεμβρίου. Οπως όλα δείχνουν, πάντως, η απάντηση θα είναι «όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια». Ως προς το δεύτερο ερώτημα πάλι, σύμφωνα με πληροφορίες, φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτή η πρόταση της ΝΔ να ψηφίζουν οι Ελληνες του εξωτερικού για το ψηφοδέλτιο επικρατείας. Το τρίτο είναι και ευκολότερο να απαντηθεί μιας και οι επιλογές είναι δύο: στα κατά τόπους προξενεία ή μέσω επιστολικής ψήφου.

Ο υφυπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα τον Απόδημο Ελληνισμό Τέρενς Κουίκ έσπευσε να ενημερώσει το πανελλήνιο πως η κυβέρνηση σκοπεύει το πόρισμα της επιτροπής να είναι έτοιμο στα τέλη του έτους, ώστε να ξεκινήσει η νομοθέτηση το συντομότερο δυνατό και οι Ελληνες του εξωτερικού να μπορέσουν να ψηφίσουν για πρώτη φορά στις εθνικές εκλογές του 2019 – τις οποίες εκείνος βλέπει τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους. Στο ίδιο μήκος κύματος κι ο υπουργός Εσωτερικών Αλέξης Χαρίτσης, ο οποίος μιλώντας στη συνεδρίαση της επιτροπής έθεσε ως deadline για το τέλος των εργασιών της τον Ιανουάριο του 2019. Παρεμπιπτόντως, οι εκλογικοί κατάλογοι, που ανανεώνονται κάθε δίμηνο, κλείνουν με την προκήρυξη εκλογών.

Η θερινή κόντρα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, εκπέμπει με όλους τους τρόπους το μήνυμα πως επιθυμεί να θεσμοθετήσει την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού. Παρότι το καλοκαίρι, τον Ιούλιο για την ακρίβεια, δεν είχε κάνει δεκτή σχετική τροπολογία που είχε καταθέσει η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία προέβλεπε την άμεση νομοθέτησή της. Επιλέγοντας τη λύση της σύστασης μιας ειδικής επιτροπής, έδινε στους πολιτικούς της αντιπάλους τη δυνατότητα να υποστηρίζουν πως «κωλυσιεργεί με απώτερο σκοπό να μη νομοθετηθεί τελικά η ψήφος των αποδήμων». Σε εκείνη την καλοκαιρινή κόντρα μεταξύ Πειραιώς και Κουμουνδούρου, η πρώτη εκτιμούσε πως η βαθύτερη αιτία της συριζαϊκής άρνησης ήταν πως όσοι έφυγαν από την Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης ήταν προνομιακό εκλογικό ακροατήριο για τη ΝΔ κι όχι για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αχαρτογράφητα νερά. Οι γαλάζιοι πιθανότατα είχαν δίκιο στην ανάλυσή τους, παρ’ όλ’ αυτά η συνολική δεξαμενή των ελλήνων ψηφοφόρων του εξωτερικού είναι για όλα τα κόμματα αχαρτογράφητα νερά, όπως παραδέχονται μέχρι και στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ειδικά όσοι από αυτούς διέμεναν σε άλλες χώρες πολύ πριν ξεσπάσει στην Ελλάδα η κρίση. Αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς ακριβώς η ψήφος τους θα επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα της κάλπης. Οπότε δικαιούται να εικάσει ότι στην πραγματικότητα τα κόμματα από κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος θα επιθυμούσαν να περιορίσουν το παραπάνω «ρίσκο» όσο το δυνατόν περισσότερο. Πόσω μάλλον αν αναλογιστεί ότι οι εν δυνάμει ψηφοφόροι της Διασποράς υπολογίζονται σε περίπου 1 εκατομμύριο.

Σε αυτή την επιθυμία αποδίδουν κάποιοι και την αίσθηση που οι της αντιπολίτευσης αποκόμισαν για τη συριζαϊκή πρόταση η οποία συζητείται στην επιτροπή από την ενημέρωση που είχαν για όσα ειπώθηκαν στην πρώτη της συνεδρίαση. «Η αίσθησή μας» λένε «είναι πως η κυβέρνηση πράγματι προτίθεται να φέρει στη Βουλή ένα σχέδιο νόμου, αλλά διατυπωμένο έτσι που δεν θα επηρεάζει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα της επικράτειας». Για την ακρίβεια, «φαίνεται να θέλει να επηρεάζει μόνο τον αριθμό των βουλευτών επικρατείας που θα εκλέγονται κι όχι τα συνολικά ποσοστά που θα συγκεντρώνει το κάθε κόμμα στην επικράτεια».

Οπως παλιά. Από τα 28 κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης τα 26 επιτρέπουν στους πολίτες τους που μένουν στο εξωτερικό να ψηφίζουν στις εθνικές τους εκλογές. Υπάρχoυν, άρα, πολλά μοντέλα για να ακολουθήσει η Ελλάδα εφόσον το επιθυμεί. Κι αν αυτή η επισήμανση δεν αρκεί για να δείξει την, για να το πούμε κομψά, αμφιθυμία της παρούσας – και όχι μόνο – κυβέρνησης στη νομοθέτηση της συγκεκριμένης ψήφου, ένα παράδειγμα από το μακρινό παρελθόν φθάνει. Στις εθνικές εκλογές του 1862 ψήφισαν για πρώτη και τελευταία φορά οι Ελληνες του εξωτερικού. Από τους 334 «πληρεξουσίους» που εξελέγησαν, οι 34 είχαν εκλεγεί από εκείνους – ήταν, επομένως, κάτι σαν βουλευτές αποδήμων. Μικρή ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια; Ηταν η πρώτη φορά που βγήκε βουλευτής ο Χαρίλαος Τρικούπης, βουλευτής Γενικού Προξενείου Λονδίνου. Τότε είχε δοθεί εκλογικό δικαίωμα στη Διασπορά με ένα ψήφισμα του Οκτωβρίου του 1862, ενώ οι κάλπες στήθηκαν στα τέλη Νοεμβρίου. Πριν 156 χρόνια, δηλαδή, το ελληνικό κράτος λειτούργησε πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι η εν έτει 2018 εκδοχή του.

Το ιστορικό αυτό παραλειπόμενο θύμισε ο γαλάζιος Κώστας Τασούλας στον Αλέξη Χαρίτση την Τετάρτη στη Βουλή. Αφορμή στάθηκε η ψηφοφορία με την οποία το Σώμα ενσωμάτωσε κοινοτική οδηγία του Ιουλίου του 2018 για την παροχή δικαιώματος ψήφου στις επικείμενες ευρωεκλογές στους ευρωπαίους πολίτες που κατοικούν σε τρίτες χώρες. Ηταν, σύμφωνα με έμπειρους κοινοβουλευτικούς, «η πιο γρήγορη ενσωμάτωση κοινοτικής νομοθεσίας» που θυμούνται. «Συνήθως αυτές οι διαδικασίες παίρνουν τρία με τέσσερα χρόνια». Ο νεοδημοκράτης, λοιπόν, ρώτησε τον υπουργό Εσωτερικών γιατί δεν υιοθετεί τα προβλεπόμενα από τη συγκεκριμένη οδηγία και για την ψήφο των αποδήμων. «Είναι το ίδιο σκεπτικό και η ίδια διαδικασία» υπογράμμισε ο Τασούλας. Η απάντηση στην ερώτησή του μοιάζει πρόδηλη.