Κοντεύουμε να το ξεχάσουμε αλλά υπήρχε μια εποχή που το πολιτικό σύστημα, ακόμη κι όταν ύψωνε τόνους, στο περιθώριο κρατούσε και κάτι μπόσικα. Ηταν τα μπόσικα της συνέχειας του κράτους και της διατήρησης διαύλων επικοινωνίας, ειδικά μετά την κακή, για όλο το πολιτικό σύστημα, εμπειρία του ειδικού δικαστηρίου. Αρκεί να θυμηθεί κανείς πως, π.χ. από το 2000 κι ύστερα, ενώ το καραμανλικό σύστημα έπαιζε το χαρτί του «αρχιερέα της διαπλοκής Σημίτη» που «ελληνοποίησε Ρωσοπόντιους», ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία τηρούσαν τα βασικά θεσμικά προσχήματα, ανεξαρτήτως κινήτρων. Ετσι, δεν τέθηκαν σε κίνδυνο μεγάλα εθνικά πρότζεκτ (π.χ. είσοδος στην ΟΝΕ, ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ κ.ά.) και ολοκληρώθηκε η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 που έχει καταγραφεί ως η πλέον συναινετική, που δεν τέθηκε στη σκληρή ατζέντα του δημόσιου πολιτικού διάλογου.

Αυτή τη σιωπηλή συνέχεια του κράτους στοχοποίησε εξαρχής ο ΣΥΡΙΖΑ, υποβοηθούμενος από ένα σημείο και μετά από τους Ανεξάρτητους Ελληνες, με κωμικοτραγικό αποτέλεσμα να κατακεραυνώνει τον παλιό δικομματισμό και ο Πάνος Καμμένος, που είναι σαρξ εκ της σαρκός του. Αποδόμησαν λοιπόν όχι τον δικομματισμό ως ιδέα – αφού απλώς ήθελαν να γίνουν πόλος του – αλλά κάθε έννοια συναίνεσης και συνέχειας του κράτους και τη Μεταπολίτευση, στήνοντας, με τη βοήθεια προθύμων στα ΜΜΕ, ένα αφήγημα που λέει, χοντρικά, ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σε συνεργασία με το «κατεστημένο», παρασκηνιακά συνεργάζονταν με στόχο τη μοιρασιά του πλούτου μεταξύ τους εις βάρος του λαού. Και πως, όταν η χώρα χρεοκόπησε από τα σκάνδαλά τους, απλώς την παρέδωσαν στους δανειστές με αντάλλαγμα την ασυλία. Οταν ο κόσμος βρέθηκε στη θέση να πρέπει να διαλέξει αν προτιμάει αυτόν που του λέει ότι έχει μερίδιο ευθύνης ή αυτόν που του λέει ότι δεν φταίει, ότι φταίνε οι πλούσιοι κι οι ξένοι, το παιχνίδι παίχτηκε ανάμεσα στην τρομοκρατία και την ονείρωξη, με στόχο την εξαχρείωση.

Μετά την ανάδειξη στην εξουσία το αφήγημα παρέμεινε χρήσιμο εργαλείο που βγαίνει από το τσεπάκι όταν τελειώνουν τα παραμύθια. Ηταν η απάντηση σε κάθε διαφωνία, σε κάθε καταγγελλόμενο κυβερνητικό σκάνδαλο. Ηταν η απάντηση για τη σχέση της κυβέρνησης με τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς, για τις τηλεοπτικές άδειες, για τα πυρομαχικά στη Σαουδική Αραβία, για την οικονομία, την υγεία, τη χώρα όλη, ενώ στο βάθος η κυβέρνηση έκανε business as usual, εφάρμοσε το Μνημόνιο υποδειγματικά, κυνήγησε επενδύσεις και ξένο χρήμα κι είχε σχέσεις με επιχειρηματίες κι αρνιόταν να λογοδοτήσει γι’ αυτές, παρότι ήταν αυτή που τις είχε, κάποτε, ποινικοποιήσει.

«Η χειρότερη υπηρεσία που προσφέρετε στον ελληνικό λαό είναι που λέτε ότι η οικονομική κρίση οφείλεται στα σκάνδαλα και στην αδιαφάνεια. Αυτά ούτε στην πολιτική οικονομία της α’ δημοτικού δεν τα διδάσκουν» τους είπε η Αλέκα Παπαρήγα στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την Εξεταστική για τα σκάνδαλα στην υγεία. Κι έφτασε αυτό να ακούγεται από το κόμμα που μπορεί να το λέει χωρίς να προκαλεί καχυποψία, αφού γύρω από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ κρέμεται με ένα αόρατο σκοινί η ταυτότητα του μονίμως υπόπτου. Ακόμη κι από αυτούς που δεν είχαν καμία φυσική συμμετοχή στην εξουσία, αυτούς που κάποτε, κάποιοι, θα ονόμαζαν «συμπαθούντες και συνοδοιπόρους».

Σκάνδαλα και Σύνταγμα

Η χώρα αυτή τη στιγμή, κάτι λιγότερο από έναν χρόνο πριν από τη λήξη της θητείας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, βρίσκεται στην εξής θέση: παρά τα κιτς πανηγύρια για την έξοδο από το Μνημόνιο παραμένει εκτός αγορών, τα κυβερνητικά στελέχη διαλαλούν ότι διαθέτουμε μαξιλάρι, επιδικάζονται αναδρομικά που θα προστεθούν στη μακρά λίστα των κρατικών οφειλών, οι τράπεζες πιέζονται από τα κόκκινα δάνεια, σκάνδαλα μεγάλων επιχειρήσεων βλάπτουν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας, η συμφωνία των Πρεσπών προκάλεσε έναν καβγά αδιανόητου περιεχομένου μεταξύ δύο κορυφαίων υπουργών στον οποίο επικράτησε αυτός που τάζει να ρίξει την κυβέρνησή του. Σε αυτό το κλίμα το Μαξίμου αποφάσισε να τραβήξει τα αόρατα σκοινιά ώς το σημείο του πνιγμού. Σκάνδαλα και Σύνταγμα.

Η συναίνεση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι σαν τους επικίνδυνους αγνώστους που μας έλεγε η γιαγιά μας ότι προσφέρουν λιχουδιές. Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών ξεπάγωσε το αγαπημένο γαργαλιστικό μεζεδάκι των επαγγελματιών σκανδαλολόγων και των καραμανλικών, τον Κώστα Σημίτη, έβγαλε για κυρίως πιάτο το Σύνταγμα, ζητώντας συναίνεση από τους αρχηγούς των Κοινοβουλευτικών Ομάδων, αλλά και προέδρους όπως ο Νίκος Νικολόπουλος και ο Γιώργος Παπανδρέου, και για να τους γλυκάνει τους σέρβιρε για επιδόρπιο Προανακριτικές για την υγεία.

Μόνη ιδεολογία η εξουσία

Στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το Σύνταγμα, όπου περιλαμβάνεται κι η συνταγματοποίηση του εκλογικού συστήματος, γίνεται φανερό πως μόνη ιδεολογία είναι η εξουσία, έστω και στον ρόλο του ρυθμιστή. Γιατί κυρίαρχος δεν είναι αυτός που κερδίζει πάντα αλλά αυτός που διαμορφώνει τους όρους του παιχνιδιού.

Η κυβέρνηση, ξέροντας ότι ενδέχεται να ηττηθεί στις επόμενες εκλογές, με όπλο την απλή αναλογική θέλει να φτάσει στις κάλπες με το δόγμα «φουρνέλο» και τους όρους με τους οποίους οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ νιώθουν πολύ άνετα: ένα διακύβευμα (θα φανεί ποιο), πόλωση, σκανδαλολογία. Ετσι, μεταχειρίζεται εκβιασμούς τύπου «φοβάστε μην αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών» και ασκεί τρομακτική πίεση στον αδύναμο κρίκο, το Κίνημα Αλλαγής, που δεν επιθυμεί ούτε να ταυτιστεί με τη Νέα Δημοκρατία ούτε να λοξοκοιτάει στο κυβερνών κόμμα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό, να καλεί για συναίνεση τους «ακροδεξιούς» και τους «βρώμικους», απειλώντας τους παράλληλα, η κυβέρνηση μοιάζει να το διασκεδάζει κιόλας. Σε μια σκηνή της ταινίας «Ομολογία» του Γαβρά, ο Αρτούρ Λούντβικ ρωτά τους διώκτες του: «Αν δεν είμαι ένας καλός κομμουνιστής αλλά ένας τροτσκιστής κατάσκοπος, τότε γιατί επικαλείστε την αφοσίωση μου; Κι αν είμαι ένας καλός κομμουνιστής, τότε γιατί βρίσκομαι εδώ;». Στο τέλος βέβαια την πατάνε όλοι μαζί. Ο Αρτούρ, οι διώκτες που έπαψαν να είναι χρήσιμοι κι όλη η Τσεχοσλοβακία μαζί τους.