Τα στιγμιότυπα είναι λιγότερο ή περισσότερο γνωστά: οι μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, ο θρίαμβος του «Ζ», τα βραβεία στα μεγάλα φεστιβάλ, η γνωριμία του με προσωπικότητες όπως ο Σαλβαντόρ Αλιέντε, ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Χόρχε Σεμπρούν, η Σιμόν Σινιορέ και ο Ιβ Μοντάν, η Ρόμι Σνάιντερ, ο Τζον Φορντ, ο Μάρλον Μπράντο.
Είναι, όμως, και άγνωστα ή υποφωτισμένα: από τις πρώτες στιγμές που αναπνέει τον παρισινό αέρα το 1955, όταν φτάνει στη Γαλλία για να σπουδάσει Νομικά, μέχρι την πρόταση από βουλευτή της τότε συμπολίτευσης να αποδεχθεί το 2015 την υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Είναι η αυτοβιογραφία ενός έλληνα αυτοεξόριστου (από τα Λουτρά Ηραίας Αρκαδίας, όπου γεννήθηκε το 1933) που θα γινόταν διεθνής σκηνοθέτης. «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν σε προδημοσίευση αποσπάσματα από το επερχόμενο «Πήγαινε εκεί που είναι αδύνατο να πας» (Gutenberg), το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο στη Γαλλία (Seuil).
Costa-Gavras για Πρόεδρος!
Κατὰ τα τέλη ᾽Ιουλίου (σ.σ. 2014), ἡ γυναίκα τοῦ ϕίλου μου καὶ μεγάλου τραγουδιστῆ Γιώργου Νταλάρα, ἡ ῎Αννα, μοῦ τηλεϕωνεῖ για να μοῦ ζητήσει νὰ συναντήσω ἕναν ϕίλο τους ὁ ὁποῖος εἶχε νὰ μοῦ κάνει μία «σημαντική, πάρα πολὺ σημαντικὴ πρόταση». ῾Η ϕωνὴ τῆς Άννας εἶχε ἕνα παράξενο, συγκινημένο τρεμούλιασμα, σὰν νὰ ἤξερε τὴν πρόταση χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀποκαλύψει. ῞Υστερα ἀπὸ δύο ἡμέρες, ὁ «ϕίλος» κατέϕθασε μὲ δύο μπουκάλια ἀπὸ τὸ καλύτερο οὖζο – ἕνα πανάρχαιο ἑλληνικὸ ἔθιμο: ποτὲ δὲν πᾶς γιὰ πρώτη ϕορὰ στὸ σπίτι κάποιου μὲ ἄδεια χέρια. Στὸ ῎Ιντερνετ εἶχα μελετήσει τὸ βιογραϕικό του: ὑπουργὸς τῆς παρούσας συμμαχικῆς κυβέρνησης τῆς Δεξιᾶς μὲ τοὺς σοσιαλιστές, πολλὲς ϕορὲς ὑπουργὸς στὶς προηγούμενες σοσιαλιστικὲς κυβερνήσεις. Οἱ ἐξτρεμιστὲς εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλὲς ϕορὲς νὰ τὸν σκοτώσουν.
Ο ὑπουργός, ὁ ἄνθρωπος, στεκόταν ἀπέναντί μου. ᾽Επὶ σχεδὸν μισὴ ὥρα μοῦ ἔκανε μιὰ πλήρη ἀνάλυση, βαθιὰ ἀπαισιόδοξη, τῆς κατάστασης στὴν ῾Ελλάδα. Μοῦ μίλησε γιὰ τὸ κοινωνικό, πολιτικό, οἰκονομικό, ψυχολογικὸ δράμα ποὺ ἐδῶ καὶ σχεδὸν πέντε χρόνια ζοῦσε ἡ χώρα. «Τίποτε δὲν ἀκολουθεῖ ϕυσιολογικὴ πορεία, χρειάζεται μιὰ καινούργια ὁρμή, μιὰ καινούργια πλειοψηϕία».
Κάτι ἄστραψε στο μυαλό μου: «῍Ας μὴ μοῦ προτείνει νὰ κατεβῶ ὡς βουλευτὴς ἢ ὑπουργὸς Πολιτισμοῦ ὅπως εἶχε κάνει στὸ παρελθὸν ὁ Παπανδρέου!». «Χρειάζονται νέοι ἄνθρωποι, νέοι σχεδιασμοί, γιὰ νὰ ἀποϕύγει ἡ χώρα ἕναν ὁλοκληρωτικὸ διχασμό». Εἶχε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ δεξιὸς πρωθυπουργός, ὁ Σαμαράς, ἦταν ἕνας καλὸς διαχειριστὴς χωρὶς κάτι παραπάνω, ὅτι ὁ σοσιαλιστὴς ἀντιπρόεδρος τῆς κυβέρνησης, ὁ Βενιζέλος, ἦταν σκέτη καταστροϕὴ καὶ ὅτι ὁ Τσίπρας ἦταν καλὸς ἀλλὰ ἡ ὁμάδα του ἦταν διασπασμένη καὶ ἡ μισὴ παρέμενε βαθύτατα ἐχθρικὴ πρὸς τὴν Εὐρώπη… ᾽Αναρωτιόμουν ποῦ τὸ πήγαινε. «Μόνο ἕνας Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας μπορεῖ νὰ δώσει μιὰ νέα ὤθηση, μιὰ νέα ὁρμή, μιὰ νέα ἐλπίδα γιὰ νὰ ἀλλάξει ἡ χώρα». «῎Οχι κι αὐτὸ πιά!» εἶπα μέσα μου. «Χρειάζεται νὰ ἔχει ἀδιαμϕισβήτητη ἠθική, τολμηρὴ νεωτερικότητα, νὰ εἶναι σεβαστὸς ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ῞Ελληνες, νὰ εἶναι γνωστὸς καὶ σεβαστὸς σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο». Παύση πρὶν διακηρύξει: «Μόνο ἐσεῖς ἔχετε αὐτὰ τὰ προσόντα, αὐτὲς τὶς ἱκανότητες». Καὶ συνέχισε μὲ μιὰ μακρὰ ἔκθεση πάνω στὰ ἀνθρώπινα, πολιτικὰ καὶ ἐπαγγελματικά μου προτερήματα…
Τὸν ἄκουγα χωρὶς καμία ἄλλη ἀντίδραση, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὸ ἀνεξέλεγκτο ὕψωμα τῶν ϕρυδιῶν, ποὺ τὰ ξανακατέβαζα γρήγορα. ῾Ο ὑπουργὸς μοῦ διευκρίνισε ἀμέσως ὅτι δὲν περίμενε ἄμεσα ἀπὸ μένα ἀπάντηση.
᾽Αϕοῦ τὸν εὐχαρίστησα γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἔκανε καὶ γιὰ τὰ καλά του λόγια, τοῦ ἀπάντησα ὅτι οἱ ἀλλαγὲς σὲ μιὰ χώρα γίνονται ἀπὸ ἰσχυρούς, ἀκέραιους καὶ γεμάτους ϕαντασία πολιτικούς. ῾Ο πρόεδρος τῆς ῾Ελληνικῆς Δημοκρατίας δὲν ἔχει καμία ἐξουσία νὰ ἀλλάξει τὸ ὁτιδήποτε καὶ τὸ ἀξίωμα εἶναι καθαρὰ συμβολικό. «Μὰ ἕνα σύμβολο χρειαζόμαστε!» ξέσπασε. Μέχρι τότε, οἱ πρόεδροι ἦταν γέροι πολιτικοί, σεβάσμιοι ἀλλὰ ϕθαρμένοι. Ξανάρχισε πάνω στὰ «προτερήματά» μου, συνεχίζοντας πάνω στὸ γεγονὸς ὅτι γεννιόνταν νέα, νεαρὰ καὶ μοντέρνα κινήματα. Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ἐπικεϕαλῆς κάμποσων χιλιάδων ἀτόμων, ποὺ τὰ ζωντάνευε μιὰ ἰσχυρὴ θέληση γιὰ ἀλλαγές. Τὸν ἄκουγα καὶ ϕανταζόμουν τὸν ἑαυτό μου πρόεδρο καὶ νὰ βγάζω λόγους. Αὐτὸ μοῦ δημιουργοῦσε ἕνα αἴσθημα ἐξάντλησης καὶ κενοῦ. ᾽Αλλὰ ἡ περιέργειά μου παρέμενε ζωντανή. ᾽Αλλὰ καὶ ἡ καχυποψία μου: αισθανόμουν ὅτι ὑπῆρχε κάποιο κόλπο, καὶ μάλιστα πολὺ λεπτό, ἀλλὰ τί ἔκρυβε; Τὸν ρώτησα ἂν τὸ διάβημά του, ἡ «πρότασή» του, προερχόταν ἀπὸ προσωπική του πρωτοβουλία ἢ ἀπὸ τὴν παρούσα ἐξουσία. Μὲ βεβαίωσε ὅτι ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν καὶ θὰ ἀκολουθοῦσαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. ᾽Επανέλαβε ἐπίσης ὅτι δὲν ἤθελε κάποια ἄμεση ἀπάντηση. «Νὰ ἀπαντήσω ἀπὸ τώρα κιόλας. ᾽Εδῶ καὶ μισὸ αἰώνα εἶμαι Γάλλος ὑπήκοος, εἶμαι σὲ προχωρημένη ἡλικία γιὰ ἕνα τέτοιο ἀξίωμα, μιλάω ἄσχημα ἑλληνικὰ ἀϕοῦ εἶχα λίγες εὐκαιρίες νὰ τὰ χρησιμοποιήσω καὶ δὲν ἔχω καμία ἐμπειρία γιὰ ἄμεση πολιτικὴ δραστηριότητα… Εἶμαι δὲ τόσο πολὺ ἀνεξάρτητος, ὥστε νὰ γίνομαι τελείως μοναχικός…»
[…].
Εἴμαστε στὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 2014. ῾Η χώρα πήγαινε ἄσχημα, ὁ λαὸς δοκιμαζόταν, χωρὶς προοπτικὴ μιᾶς προσεχοῦς βελτίωσης. Γύρω ἀπ᾽ τὴν προσεχὴ προεδρικὴ ἐκλογὴ τοῦ ᾽Ιανουαρίου τοῦ 2015, τὸ πολιτικὸ μπέρδεμα εἶχε ϕτάσει σὲ παροξυσμό. Γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ ὁ πρόεδρος, ἀπαιτοῦνται τὰ δύο τρίτα τῶν ψήϕων τῆς Βουλῆς. ῾Η κυβέρνηση ποὺ εἶχε τὴν ἐξουσία δὲν τὰ διέθετε. ῍Αν δὲν ἐκλεγόταν πρόεδρος, ἔπρεπε νὰ κηρυχθοῦν βουλευτικὲς ἐκλογές, τὶς ὁποῖες θὰ ἔχανε σίγουρα ἡ κυβέρνηση. ῍Αν ἐκλεγόταν κάποιος πρόεδρος, οἱ ἐκλογὲς θὰ μετατοπίζονταν γιὰ τὸ 2017. Αὐτὸ θὰ ἔδινε τὸν χρόνο στὴ συγκυβέρνηση Δεξιᾶς καὶ σοσιαλιστῶν νὰ βελτιώσει τὴν εἰκόνα της καὶ νὰ κερδίσει τὶς βουλευτικές. ῎Αρα, αὐτὴ ἡ κυβέρνηση ἀναζητοῦσε μία συναινετικὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ συσπειρώσει γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά της τὰ δύο τρίτα τῶν βουλευτῶν. Τὰ κίνητρα, ὁ ζῆλος τοῦ ὑπουργοῦ, τοῦ ἐπαίτη ἐπισκέπτη μου, δὲν εἶχαν παρὰ μόνο ἕναν στόχο: ἔψαχναν γιὰ ἕναν μισθοϕόρο, ἕναν πυροσβέστη ποὺ θὰ ἀπέτρεπε τὴν προαναγγελθείσα καταστροϕή, τὴν ἐπικείμενη νίκη τοῦ Τσίπρα στὶς ἐκλογές.
Ο Χρυσός Φοίνικας στον «Αγνοούμενο»
῾Ο ᾽Αγνοούμενος πῆρε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸ Yol τοῦ Γιλμὰζ Γκιουνέυ τὸν χρυσὸ Φοίνικα. Καὶ τὸ βραβεῖο ἀνδρικῆς ἑρμηνείας γιὰ τὸν Τζὰκ Λέμμον, ποὺ χαιρόταν σὰν παιδάκι. ᾽Εγὼ χαιρόμουν
τὸ ἴδιο ἂν ὄχι περισσότερο ἀπ᾽ αὐτόν. ῾Ο Γκιουνέυ κι ἐγώ, ἕνας Τοῦρκος κι ἕνας ῞Ελληνας «ϕοινικωμένοι» ταυτόχρονα τὴν ἴδια χρονιά, ἡ αἴθουσα περίμενε οὔτε κι ἐγὼ ξέρω ποιά παραξενιά:
ἐμεῖς ἀγκαλιαστήκαμε κάτω ἀπὸ χειροκροτήματα. Λίγες μέρες ἀργότερα, ξαναβρεθήκαμε κοντὰ στὴν πλατεία τῆς ᾽Ετουάλ, σ᾽ ἕνα μικρὸ ἑστιατόριο, σὰν παράνομοι. ῾Ο Γκιουνέυ συνοδευόταν ἀπὸ τὴν πανέμορϕη γυναίκα του, τὴ Φατός. Κρυβόντουσαν. «Οἱ τουρκικὲς μυστικὲς ὑπηρεσίες μὲ κυνηγοῦν γιὰ νὰ μὲ σκοτώσουν», μοῦ ἐξήγησε. ῞Οταν κάπως καλυτέρευσε ἡ κατάστασή του καὶ μπόρεσε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐπίσημα στὸ Παρίσι, βλεπόμασταν πιὸ συχνά. ῎Ηθελε νὰ κάνουμε ἕνα ϕὶλμ πάνω στὶς ἑλληνοτουρκικὲς καὶ τουρκοελληνικὲς σχέσεις οἱ δυό μας μαζί. ᾽Αλλὰ ὁ χρόνος μᾶς πρόλαβε. Τὸ 1984 ὁ Γιλμὰζ πέθανε. ῾Η κηδεία του στὸ Παρίσι, στὸ Πὲρ-Λασαίζ, ἦταν μία καινούργια συγκίνηση γιὰ μένα: χιλιάδες Κοῦρδοι στρυμώχνονταν στοὺς διαδρόμους τοῦ νεκροταφείου, στοὺς τάφους γύρω ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ Γιλμὰζ Γκιουνέυ, πάνω στὰ δέντρα. Πολλοὶ ἔκλαιγαν, καὶ ὅλοι μὲ κινήσεις τοῦ χεριοῦ φώναζαν ρυθμικὰ ζητωκραυγὲς ἀγάπης καὶ ὀργῆς.