Σε μια εποχή – ανεξήγητα πάντως – που δεν γράφεται, παρά μόνο σε περιοχές της Ευρώπης όπου στο παρελθόν ευδοκίμησε η δραματουργία (Ιρλανδία, Σκωτία, Αγγλία), θέατρο και από την άλλη αυξάνονται, όπως στον τόπο μας, οι άνθρωποι που επιθυμούν να υπηρετήσουν μια τέχνη, ίσως την τελευταία μαζί με τον χορό, που απαιτεί ομάδα και δημόσια επικοινωνία και έκθεση σε κοινό, οι συγγραφείς αλλά κυρίως οι σκηνικοί δημιουργοί καταφεύγουν κυρίως στη Λογοτεχνία, στα μεγάλα πεζογραφικά αριστουργήματα σ’ όλες τις γλώσσες και τις εποχές, συχνά σε ποιητικά κείμενα και άλλοτε σε θεατροποίηση του βίου μεγάλων μορφών της Ιστορίας, της πολιτικής, της επιστήμης και της τέχνης. Οπως συνέβαινε και στο παραδοσιακό θέατρο ένα έργο δεν μπορεί να ασχολείται ούτε με τη συνήθη ειρηνική καθημερινή ρουτίνα, ούτε με ανθρώπινες σχέσεις, ομαλές, ισορροπημένες και αγαπητικές. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως μια τέτοια «φυσιολογική» κατάσταση θα ήταν ως θέαμα και ακρόαμα και εμπειρία άκρως πληκτική!

Από την εποχή των «Περσών» και της «Ορέστειας» του Αισχύλου έως τα έργα της Σάρας Κέιν το θέατρο ασχολείται με αμαρτωλούς, στρεβλούς, εγκληματίες, παραβατικούς εν γένει, διεστραμμένους, ψεύτες, κλέφτες, μοιχούς, δόλιους, δουλόφρονες, εκδικητικούς, κόλακες, βασανιστές, επαναστατημένους, υποκριτές, ατίθασους, μητροκτόνους, παιδοκτόνους, πατροκτόνους, αυτοκτόνους, παράφρονες, σπιούνους, φανατικούς, θύματα και θύτες.

Αν γνωρίζετε έργο, θεατρικό, που να καταγράφει επί δύο ώρες την ερωτική, τακτική, ισορροπημένη, ακάματη ζωή, χωρίς απειλές απ’ έξω ή εσωτερικές, ακόμη και νηφάλια μπροστά στην κοινή μοίρα του ανθρώπου, τον φυσικό θάνατο, θα πάρει το Νομπέλ!!

Αρα η ιστορία του θεάτρου είναι καταγραφή σχέσεων λαών, ηγετών, απλών ανθρώπων – ανδρών και γυναικών, παιδιών – εν κρίσει!

Οι θεατρικοί ποιητές από την ίδρυση του θεάτρου στην αρχαία Αθήνα έως τη χθεσινή ημέρα επιλέγουν να μιμηθούν πράξεις (για να θυμηθούμε τον παππού Αριστοτέλη) ιδιότυπες, παράδοξες, αρνητικές, περιθωριακές, ανατρεπτικές, επαναστατικές, προδοτικές κ.τ.λ. μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη ή να καταγράψουν τις συνέπειες μιας ταραγμένης εποχής, κοινωνίας ή ανθρώπινης ομάδας πάνω στον ψυχισμό, την ιδεολογία και τις ηθικές αξίες μιας οικογένειας ή μιας ατομικής ύπαρξης. Π.χ. ένας μαινόμενος Ηρακλής ανάμεσα στους ισορροπημένους συμπολίτες του ή ένας πόλεμος όπως επιδρά στον ψυχισμό μιας γυναίκας ή ένας σημαδεμένος με βαριά εγκλήματα Οιδίπους μέσα σε μια πόλη που πεθαίνει από λιμό!! Αν τώρα εξειδικεύσει κανείς τις συνθήκες, αν το μικροσκόπιο αντικαταστήσει το τηλεσκόπιο και αντί να βλέπουμε τα γενικά μεγεθύνουμε τα ειδικά, γεμίζουμε τη συνείδησή μας με εκατοντάδες και χιλιάδες περιπτώσεις που άνετα θα σπεύδαμε να ονομάσουμε «γνώση της ανθρώπινης κατάστασης».

Από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας δίπλα στο γραφείο του δραματουργού υπάρχουν έργα και ιδέες, φιλοσόφων, ιστορικών, πολιτικών, επιστημόνων και απομνημονεύματα ανθρώπων της δράσης και της σκέψης που εξηγούν, αναλύουν, δικάζουν ή αιτιολογούν τις συνθήκες και τις δραστηριότητες λαών, υποκειμένων της Ιστορίας.

Ο Αισχύλος καυχιέται στο Επιτύμβιό του για τη συμμετοχή του ως οπλίτης – πολίτης στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα. Ο Ευριπίδης συνομιλούσε με τον Σωκράτη και τους Σοφιστές, ο Σοφοκλής μετέσχε στη διακυβέρνηση της πόλης του, ο Ιψεν συνομιλεί με τον κυρίαρχο φιλόσοφο της εποχής του και ο Στρίντμπεργκ υπνωτίστηκε στο αμφιθέατρο της Σορβόννης από τον ψυχίατρο Σαρκό!

Ο Καμπανέλλης γύρισε από στρατόπεδο συγκέντρωσης και ο Μπρεχτ δραπέτευσε από τη Γερμανία πριν καταλήξει ως Εβραίος στο Νταχάου!

Αν γράφω τα παραπάνω είναι για να τονίσω (και τα παραδείγματα είναι άπειρα) πως δεν υπάρχει θέατρο για το θέατρο, όπως ήταν ανοησία κάποτε το κίνημα «Η τέχνη για την τέχνη».

Καμιά τέχνη δεν γίνεται σε ιστορικό κενό. Ετσι η θέση της γυναίκας μέσα στην Ιστορία της ανθρωπότητας είναι ένα ανεξάντλητο θύμα πρώτα για την Ιστορία, την κοινωνιολογία, την ιατρική, την οικονομία, την ψυχανάλυση, όσο βέβαια και για τη λογοτεχνία, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες, τη μουσική κ.τ.λ. Υπάρχουν τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια Ιστορία που φαντάζουν αντιφατικά. Γνωρίζουμε τη θέση της γυναίκας στις αρχαίες ελληνικές συνθήκες. Στην Αθήνα του κλασικού αιώνα (μια φωτισμένη περίοδο στην Ιστορία του ανθρώπου) οι γυναίκες ζούσαν στον γυναικωνίτη και έβγαιναν στην πόλη μόνο δύο φορές τον χρόνο, στα Μεγάλα Παναθήναια και στα Θεσμοφόρια (και εδώ περιορισμένες σε ιερό χώρο). Κι όμως ο άντρας αθηναίος πολίτης βλέπει στο θέατρο Κλυταιμνήστρες, Ηλέκτρες, Αντιγόνες, Φαίδρες, Ισμήνες, Ανδρομάχες, Δηιάνειρες, Ιφιγένειες. Πολλές απ’ αυτές υμνούνται για το θάρρος, την αφοσίωση, την αγάπη, την τόλμη και την υπέρβαση των καθιερωμένων αξιών.

Μιλώντας πρακτικά θα μεταφέρω το γνωστό παράπονο μεγάλων ηθοποιών που διαπιστώνουν πόσο περιορισμένοι είναι οι ανδρικοί ρόλοι στο παγκόσμιο δραματολόγιο, ενώ οι γυναικείοι είναι και περισσότεροι και πολυπλοκότεροι. Από την Οφηλία και τη Δυσδεμόνα, στη Μαρία Στιούαρτ, στην Εντα Γκάμπλερ και τη Σόνια, στην Ερσίλια Ντρέι και τη Μάνα Κουράγιο έως τη Στέλλα Βιολάντη, στις ηρωίδες του Μάτεσι και του Καμπανέλλη και του Μανιώτη.

Αν διατρέξει κανείς την Ιστορία της Ευρώπης και της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) θα βρεθεί μπροστά σε άπειρες γυναικείες προσωπικότητες.

Και όμως την ίδια περίοδο παράλληλα οι κοινωνίες 3.000 χρόνια υποβαθμίζουν τη γυναίκα, την ταπεινώνουν, την εκμεταλλεύονται, την καθιστούν υποζύγιο ή σκεύος ηδονής, συχνά πράγμα, μάγισσα, την καίνε, την ευνουχίζουν, την εργαλειοποιούν όταν τη χρειάζονται.

Η Σαπφώ και η Ασπασία στην αρχαιότητα ήταν εξαίρεση και αργότερα, ακόμη και στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό και στη Γαλλική Επανάσταση, ακόμη και στη Σοβιετική Ενωση πέρα από τη θεωρία, πέρα ακόμη και από τη διακηρυγμένη ισότητα των φύλων, πέρα από τα φεμινιστικά κινήματα, η γυναίκα ακόμη και στην Ευρώπη (αφήνω με ντροπή τη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ) ίσως θεσμικά να έχει αποκατασταθεί, να έχει καθέξει δημόσια αξιώματα αλλά δεν παύει να τραβάει διπλό κάρο, δουλειά και σπίτι.

Στο θέατρο «Τόπος αλλού», ύστερα από μια πορεία με άλλη διανομή σε άλλα περιθωριακά στέκια, παιζόταν μέχρι πρόσφατα ένα εξόχως ενδιαφέρον έργο του Γιάννη Λασπιά: «Camille Claudel Mudness» (Η τρέλα της Κ. Κλοντέλ). Πρόκειται για τον εγκλεισμό σε ψυχιατρείο με τη βία από την οικογένεια της γλύπτριας Κ. Κλοντέλ που για χρόνια υπήρξε ερωμένη και καλλιτεχνική σύντροφος του μεγάλου γλύπτη Ροντέν. Εγκαταλειμμένη από τον εραστή και έκθετη με έκνομο παιδί σε μια κοινωνία που «συσχετίζει κουτά» βιώνει τη μοναξιά της τρέλας και τις συνέπειας των συνθηκών του εγκλεισμού.

Ο Λασπιάς εφηύρε μια φανταστική συνάντηση της Κλοντέλ με την πρώτη στην Ιστορία ψυχιάτρου Κονστάνς Πασκάλ που βίωνε ανάλογες προσωπικές τραγωδίες. Ετσι αντιπαραθέτει με τρόπο ευφυή αλλά και θεατρικά ενδιαφέροντα και διεισδυτικό στον γυναικείο ψυχισμό σε συνθήκες ακραίες και σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο.

Ο Πάνος Κούγιας σκηνοθέτησε με σπαστούς ρυθμούς την έξοχη άλλη μια φορά ευαισθησία της Μάνιας Παπαδημητρίου και την ευάγωγη τεχνική και διαθεσιμότητα συναισθήματος της Αγγελικής Καρυστινού, ενώ επί σκηνής με ευαισθησία παίζει πιάνο η Μαρίνα Χρονοπούλου την παρτιτούρα που έγραψε η ίδια. Μια βαθιά εμπειρία το όλον.

Κείμενο: Γιάννης Λασπιάς

Σκηνοθεσία: Πάνος Κούγιας

Σκηνικά – κοστούμια: Τζίνα Ηλιοπούλου, Λίνα Σταυροπούλου

Μουσική, πιάνο: Μαρίνα Χρονοπούλου

Video: Βάσω Μιχαλοπούλου

Ερμηνείες: Μάνια Παπαδημητρίου, Αγγελική Καρυστινού